promotional banner

Tα standards των Διακοπών.


Η ζωή εν μπάφω

Διακοπές.
Το όπιο του λαού.
Η ζωή εν μπάφω.

Αν πέρναγες καλά θα διέκοπτες;

Αλλά δε βαριέσαι;
Τραβάς την τζούρα σου κι όπου σε βγάλει.
Συνήθως σκατά σε βγάζει, αλλά αφού ζεις, τι να κάνεις;

Παραδείγματα:

Οι γέροι: Αν δεν προτιμήσουν διακοπές με γκρουπ των ΚΑΠΗ στο ωραίο Λουτράκι, θα επιλέξουν τα Μέθανα.
Το Μπαλί του ηλικιωμένου.

Και για Πόρο να ξεκινήσει ο γέρος, στα Μέθανα θα κατέβει, δεν υπάρχει περίπτωση, θα δει το νησί από το πλοίο και θα το αγαπήσει σαν τη σύνταξη.

Τα σπίτια όλα στο γκρι του μπεκρή, ζαχαροπλαστείο «Τα ωραία Μέθανα», μια ταβέρνα με λαδερά και ένα ξύλινο περίπτερο που πουλάει μόνο οδοντόπαστες «Kolynos» και το «Ρομάντζο». Τριάντα χρόνια επιτυχία στο ράφι, δεν τα αγοράζει κανείς.
Και ποιος να τα πάρει;
Πλένουν οι γέροι τα δόντια τους, ή μήπως βλέπουν να διαβάσουν;

Κατεβαίνει λοιπόν ο παππούς από το καράβι κούτσα-κούτσα με τη γιαγιά υποβασταζόμενη στο μπράτσο, φωνάζει ο λοστρόμος «γρήγορα, έχουμε κι αλλού να πάμε» και κατευθύνονται στο ζαχαροπλαστείο να ξαποστάσουν.

Για καλή τους τύχη, ο ζαχαροπλάστης από πάνω νοικιάζει τρεις ορόφους δωμάτια, οπότε τους δίνει ένα, με ομολογουμένως υπέροχη θέα στον Αργοσαρωνικό.
Δεν υπάρχει ασανσέρ όμως και οι ηλικιωμένοι βολεύονται τελικά σε δυο ντιβάνια στο ισόγειο με θέα το περίπτερο.

Αλλά δεν τους πειράζει γιατί έχουν μεγάλη παρέα, αφού όλοι οι γέροι στο ισόγειο μένουν, για τον ίδιο λόγο.
Άδεια τα δωμάτια επάνω.
Καμαριέρα δεν έχει ο ζαχαροπλάστης, μαλάκας είναι να πληρώνει; Από το 1950 έχει να αλλάξει σεντόνια.
Φοβεροί πελάτες σου λέει.

Αν δεν σηκώσουν οι γέροι καμιά πίεση ή κάνα ζάχαρο να γυρίσουν εσπευσμένα στην Αθήνα με ελικόπτερο του ΕΚΑΒ, κάθονται 5 μέρες πίνοντας καφέ στο ίδιο ζαχαροπλαστείο και επιστρέφουν σπίτι τους ανανεωμένοι.

Η οικογένεια: Γιώργος, Λίτσα και παιδιά.
Στριμωγμένοι στο αυτοκίνητο με βάρκα, sleeping bags, μακαρόνια, λάδι, γάλατα, Nesquik, τάπερ, πιάτα, ποτήρια, σέικερ, ψυγείο, τραπεζοκαθίσματα, ποδήλατα, τηλεόραση 14 ιντσών, μπάλες, σωσίβια, κουβαδάκια, πετσέτες, ζακέτες και ρακέτες, φτάνουν στο camping «Η όαση».

Αυτό συνήθως βρίσκεται στην Πελοπόννησο αν μιλάμε για Νότιους, ή στην Πιερία αν μιλάμε για Βόρειους.

Βρίσκουν τη σκηνή τους και αρχίζουν να ξεφορτώνουν το αμάξι.
Κατά το ξημέρωμα που τελειώνουν, πέφτουν ξεροί για ύπνο, αλλά τους γαμάνε τα κουνούπια.
Ξέχασαν να πάρουν τα φιδάκια.

Όταν σκάει μύτη ο ήλιος και τα κουνούπια εξαφανίζονται, έρχεται επιτέλους ο πολυπόθητος ύπνος.

Αμ, δε.
Η οικογένεια από τη διπλανή σκηνή μόλις έχει ξυπνήσει, βάζει στο ραδιοφωνάκι ειδήσεις και απολαμβάνει πρωινό στο παράλυτο τραπεζάκι του Praktiker το οποίο τρίζει κάθε φορά που κάποιος αλείφει βούτυρο στο ψωμί.

Η οικογένεια μέσα στη σκηνή περιμένει να αποφάγουν οι απέξω, να πάνε να θαλασσοπνιγούν μπας και καταφέρουν να κλείσουν μάτι.

Παίρνει πρέφα όμως ο γείτονας πως ήρθε κόσμος και τους βαράει το φερμουάρ.
Ανοίγει η σκηνή, αρχίζουν οι συστάσεις και σε λίγο βρίσκονται όλοι μαζί στη θάλασσα γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να γλιτώσεις από τον μακάκα γείτονα στο camping.
Σύντομα πλακώνουν και οι υπόλοιποι μακάκες και γίνεται η σκηνή σου σαλόνι, βεράντα και πυλωτή μαζί.

Από εκείνη τη στιγμή δεν βρίσκεις ησυχία, μιλάς όλη μέρα, τα παιδιά σου ουρλιάζουν χορωδία με των άλλων τα παιδιά, τρως ρεφενέ ό,τι σκατά τρώνε οι άλλοι, ακούς σκυλάδικα, μυρίζεις ιδρώτες, σου πίνουν το κρύο νερό, σου αδειάζουν τη ντουζιέρα και σου γαμούν το κινητό γιατί το δικό τους δεν πιάνει.

Πάνω στη βδομάδα η οικογένεια αρχίζει να κρύβεται, την κοπανάει στη ζούλα για φαγητό, φεύγει χαράματα για άλλη παραλία, κρύβει παγωτά, μπισκότα, μπύρες, πασατέμπο και τα τρώει όλα μόνη της αργά τη νύχτα, μέχρι που το ανακαλύπτει ο αρχιμαλάκας και τους κάνει ρόμπα στους υπόλοιπους οι οποίοι τους κόβουν την καλημέρα και τελικά οι ρομπιασμένοι γίνονται οι λεπροί του camping και μπακουριάζουν ολομόναχοι τα βράδια μπροστά στην τηλεόραση που τους επέστρεψαν οι γείτονες μαζί με τις ρακέτες, τα ποδήλατα και τη φουσκωτή βάρκα, για να μην τους έχουν υποχρέωση.

Η οικογένεια γυρίζει σπίτι της μετά από 20 μέρες, προτείνοντας στους πάντες το υπέροχο camping που τους φιλοξένησε και το εννοεί, γιατί στις διακοπές περνάει πάντα ωραία.
Να ‘ξεραν μόνο ποιος μακάκας τους βούτηξε τη φωτογραφική μηχανή.


Τα στελέχη: Τσακώνει την άδεια ο μάγκας, βουτάει αμάξι και γκόμενα, συνάδελφο κατά προτίμηση κι έφυγε για το νησί.

Αυστηρά Μύκονος , Σαντορίνη, Άνδρος.

Τα μπαγκάζια μουράτα, το πλοίο γαμάτο, η θέση πρώτη.
Βότκα στο μπαρ, κουρούμπελο κι οι δυό στο κατέβασμα.

Διαμονή στο καλύτερο ξενοδοχείο το οποίο εγκαινιάζουν με δυο πούτσους πριν ανοίξουν τις βαλίτσες για τα μαγιό.
Είναι ωραίο να χύνεις τα σεντόνια του καριόλη που χρεώνει 300 Ευρώ την ημέρα το δωμάτιο.

Από κει και πέρα αρχίζουν οι διακοπές.
Όλη μέρα θάλασσα, ψάρια και μπυρόνια και το βράδυ ο μάγκας μας στα αφρόλουτρα, μετά σινιέ βερμούδα και κόντρα σαγιονάρα δερματάκι, να πάρει σβάρνα με τη γκόμενα τα μπαρ όπως Αθήνα.

Κι η γκόμενα αγνώριστη απ’ το πρωί στην παραλία.
Πότε πρόλαβε η πουτάνα να φτιάξει νύχι και μαλλί και το λιπ γκλος καθρέφτη, να αντανακλάται η θάλασσα κι όλα τα πυροφάνια;

Στελέχωσε με μάνα μου για να στον στελεχώσω.

Και να τα μοχίτα και να οι μαλακίες που νομίζουν πως τις λένε επειδή είναι διακοπές, -πάντα τα ίδια λένε - και να τα γέλια δυνατά, να παύει ο άνεμος, το κύμα να σωπαίνει.

Κι όλα αυτά μαζί με τους συναδέλφους, αφού όλη η εταιρία στα ίδια μέρη πάει, το μυαλό δεν δουλεύει να σκεφτεί και άλλους προορισμούς, μια ζωή τα ιγκουάνα κάνουν τις ίδιες διακοπές, στις ίδιες παραλίες, με τους ίδιους ανθρώπους, με τους ίδιους νυν και πρώην γκομενογκόμενους.

Πιο καλά οι παππούδες στα Μέθανα.


Οι ολούθε: Η πλειονότητα αυτών των διακοπιάρηδων δεν έχει standards.
Όλα τα νησιά για πάρτη τους, όλα τα μέσα, όλοι οι τρόποι.
Μόνο κοινό στοιχείο τα επίμονα τηλεφωνήματα που λαμβάνουν από Σεπτέμβρη για την απλήρωτη δόση της πιστωτικής κάρτας και οι αναρτήσεις από τις διακοπές στα blogs τους.


Συμπέρασμα: Η ζωή είναι ένας μπάφος που περνάει από χέρι σε χέρι.
Και κάτι άλλο είναι η ζωή, αλλά μου διαφεύγει.