promotional banner

Στυτική διαταραχή, οργανικό ή ψυχολογικό αίτιο;


Στυτική αδυναμία παρουσιάζει ένας άνδρας όταν δεν έχει τη δυνατότητα να φέρει σε πέρας την ερωτική επαφή λόγω μη επαρκούς σκληρότητας στο στυτικό σώμα και μειωμένης διάρκειας του στυτικού επεισοδίου. Η έλλειψη της επιθυμίας και του οργασμού όπως και τα προβλήματα εκσπερμάτισης είναι συμπτώματα τα οποία μπορούν να συνοδεύουν τη στυτική δυσλειτουργία, δεν θεωρούνται όμως η βασική έκφρασή της. Σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο εκατομμύρια άνδρες πάσχουν από δυσκολία στύσεως, αποκτώντας έτσι άγχος και δυσκολίες στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, με συνέπεια να δημιουργείται κοινωνικό πρόβλημα. Στον ευρύτερο πληθυσμό, ο ελλιπής στυτικός μηχανισμός θεωρείται αποτέλεσμα δύο παραγόντων: πρώτος είναι η ψυχολογική ισορροπία και δεύτερος η φυσιολογική γήρανση του οργανισμού. Χωρίς να σημαίνει ότι οι δύο αυτοί παράγοντες δεν λαμβάνουν μέρος στα προβλήματα της στύσης, αυτή η θεωρία δεν είναι πάντοτε σωστή.

Μετά την ανακάλυψη και χρήση των αγγειοδιασταλτικών ουσιών στη θεραπεία της στυτικής διαταραχής τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980 η ιατρική έρευνα και η τεχνολογική υποστήριξη προχώρησαν με μεγάλα βήματα σε αυτό που σήμερα, είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, ονομάζουμε κλασική ιατρική προσέγγιση της στυτικής δυσλειτουργίας, με άριστα θεραπευτικά αποτελέσματα. Η δυνατότητα δημιουργίας στυτικών επεισοδίων κατά βούληση με τη χρήση φαρμάκων σε πάσχοντες έδωσε την ώθηση στους ερευνητές να μελετήσουν με μεγαλύτερο ενδιαφέρον το πρόβλημα της στύσης, που μέχρι τότε αντιμετωπιζόταν αποσπασματικά. Ταυτόχρονα, η τεχνολογία προχώρησε δίνοντας αντικειμενικές εξετάσεις ελέγχου των στυτικών διαταραχών, έτσι ώστε η διάγνωση σήμερα να στηρίζεται σε αντικειμενικά και όχι σε υποκειμενικά κριτήρια.

Οι πρώτες εκπλήξεις δεν άργησαν να φτάσουν σε σχέση με τις απόψεις που επικρατούσαν στην αρχή της δεκαετίας του 1980. Τα ποσοστά της οργανικής σε σχέση με την ψυχογενούς τύπου στυτική διαταραχή αυξήθηκαν κατακόρυφα και όσο η πείρα αυξανόταν τόσο μεγάλωνε και η διαφορά των ποσοστών υπέρ της οργανικής βλάβης. Σήμερα γνωρίζουμε ότι το ποσοστό των αμιγώς ψυχογενών στυτικών διαταραχών είναι λιγότερο από 10%, ενώ αυξάνεται το ποσοστό των ασθενών οι οποίοι παρουσιάζουν οργανική βλάβη.

Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν μεγάλες επιδημιολογικές μελέτες που να καθορίζουν το πρόβλημα στον πληθυσμό. Μελέτες στις ΗΠΑ και στη Βρετανία παρουσιάζουν περίπου τα ίδια αποτελέσματα: το 5% των ανδρών κάτω των 40 ετών, το 10% των ανδρών 40 - 60 ετών, το 20% των ανδρών 60 - 70 ετών και το 50% των ανδρών άνω των 70 ετών πάσχουν από στυτική δυσλειτουργία.

Κύρια οργανική αιτία της στυτικής βλάβης στους άνδρες κάτω των 40 ετών θεωρείται το σύνδρομο φλεβικής διαφυγής (αδυναμία συντήρησης του αίματος στο στυτικό σώμα και πρόβλημα στην σκληρότητα και τη διάρκεια της συνουσίας), ενώ στους άνδρες άνω των 40 ετών ως οργανική αιτία της στυτικής διαταραχής ενοχοποιείται κυρίως η ύπαρξη νευροαγγειακών βλαβών (αρτηριοπάθειες, σακχαρώδης διαβήτης) και ειδικών παθήσεων (πλαστική σκλήρυνση του πέους). Η ύπαρξη ψυχογενούς διαταραχής είναι περίπου η ίδια σε όλες τις ηλικίες, με κύριο αίτιο το «άγχος επιτυχίας» στις νεαρές ηλικίες και το «άγχος αποτυχίας» στις προχωρημένες.

Παράγοντες κινδύνου στη στυτική δυσλειτουργία σήμερα θεωρούνται η ηλικία, ο σακχαρώδης διαβήτης, η υπέρταση, η υπερλιπιδαιμία και το κάπνισμα. Η παχυσαρκία, η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και η έλλειψη σωματικής άσκησης ενισχύουν το πρόβλημα. Η ανακάλυψη και η χρήση των αναστολέων της φωσφωδιεστεράσης τύπου 5 (σιλδεναφίλη, ταδαλαφίλη, βαρδεναφίλη), τα γνωστά «χάπια», έφερε επανάσταση στη θεραπευτική αγωγή της στυτικής διαταραχής. Η απλούστευση όμως της αντιμετώπισης του στυτικού προβλήματος, με μόνη ανάγκη τη θεραπευτική αγωγή με το χάπι, δεν είναι σωστή. Η στύση είναι πολυπαραγοντικό φαινόμενο και αυτός είναι ο λόγος των δυσκολιών στη θεραπευτική αγωγή. Ο αριθμός των βλαπτικών παραγόντων είναι αυτός που καθορίζει τη βαρύτητα της πάθησης και κατά συνέπεια την πρόγνωση και τη σωστή θεραπευτική αγωγή.

Με την τελευταία εμπειρία στην κλινική ανδρολογία δεν υπάρχει πρόβλημα αμιγώς οργανικό, διότι πάντοτε ένα οργανικό πρόβλημα ακολουθείται και από ψυχολογικού τύπου προβλήματα. Έτσι οι ομάδες του στυτικού προβλήματος είναι δύο: η αμιγώς ψυχογενής και η μικτή (οργανική - ψυχογενής). Το ποσοστό των αμιγώς ψυχογενών στυτικών διαταραχών είναι λιγότερο από 10%, ενώ οι παθήσεις μικτού τύπου, που εμπεριέχουν το οργανικό και το ψυχογενές στοιχείο αντιστοιχούν στο 90% και γίνονται αντιληπτές κατά το διαγνωστικό έλεγχο έγκαιρα, έτσι ώστε ο πάσχων να μην αναλίσκεται σε θεραπείες αμιγώς ψυχολογικής προσέγγισης.

Σήμερα η θεραπευτική προσέγγιση στη στυτική διαταραχή δεν τελειώνει με τη χρήση των αναστολέων της φωσφωδιεστεράσης τύπου 5. Αυτό είναι ένα σοβαρό μήνυμα για όλους τους πάσχοντες που βλέπουν ότι δεν έχουν καλό αποτέλεσμα με τα «χάπια». Οι αγγειοδιασταλτικές ουσίες και οι χειρουργικές επεμβάσεις με την τοποθέτηση των ενδοπεϊκών προθέσεων είναι άλλες δύο θεραπευτικές προσεγγίσεις, που όταν εφαρμοστούν από τον ειδικό ιατρό ουρολόγο - ανδρολόγο βοηθούν να θεραπεύεται το πρόβλημα της στυτικής διαταραχής σε ποσοστό 100%.

Δρ. Μάνος Κωνσταντινίδης
Χειρουργός Ουρολόγος Ανδρολόγος