Αμερικανοί επιστήμονες χάραξαν τον εγκεφαλικό «χάρτη» της θρησκευτικής πίστης, ενώ Ευρωπαίοι συνάδελφοί τους αποκωδικοποίησαν τον διάλογο με τον Θεό
Από τον ΣΠΥΡΟ ΜΑΝΟΥΣΕΛΗ
Η πίστη σε ένα ή περισσότερα ανώτερα όντα είναι ένα διαχρονικό και πανανθρώπινο φαινόμενο. Ακόμη και σήμερα, την εποχή της απόλυτης κυριαρχίας της επιστήμης, το 95% του παγκόσμιου πληθυσμού δηλώνει ότι πιστεύει στην ύπαρξη μιας υπερφυσικής δημιουργικής δύναμης.
Η διαχρονικότητα και η καθολικότητα του φαινομένου της θρησκευτικής πίστης δεν θα μπορούσε να αφήσει αδιάφορους τους νευροεπιστήμονες, οι οποίοι άρχισαν να αναζητούν το «σημείο G» (God spot), δηλαδή μια περιοχή στον εγκέφαλο η οποία ευθύνεται για την εκδήλωση της θρησκευτικής μας συμπεριφοράς.
Αρχικά, ο Vilayanur Ramachandran, διάσημος νευρολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας-Σαν Ντιέγκο, υποστήριξε ότι εντοπίζεται στον κροταφικό λοβό, επειδή οι ασθενείς με κροταφική επιληψία ανέφεραν ότι είχαν έντονες θρησκευτικές εμπειρίες. Στην ίδια γραμμή σκέψης ο Michael Persinger από το Λαυρεντιανό Πανεπιστήμιο του Οντάριο προχώρησε στην κατασκευή μιας συσκευής που την ονόμασε «κράνος του Θεού», η οποία με τη βοήθεια ενός μαγνητικού πεδίου ερέθιζε τους κροταφικούς λοβούς προκαλώντας στα άτομα που τη φορούσαν τεχνητές υπερβατικές εμπειρίες.
Αντίθετα, ο Andrew Newberg, του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, το εντόπισε στους βρεγματικούς λοβούς βασιζόμενος σε έρευνες με βουδιστές μοναχούς.
Ομως όλες αυτές οι ενδιαφέρουσες υποθέσεις καταρρίπτονται αν ισχύει η πιο πρόσφατη αμερικανική έρευνα, που δημοσιεύθηκε στα πρακτικά της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS). Σύμφωνα με αυτή την έρευνα, στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο έχει και ο ελληνικής καταγωγής Δημήτρης Καπογιάννης, δεν υπάρχει ένα «κέντρο» της θρησκευτικής πίστης στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Αντίθετα, η πίστη σε ένα υπέρτατο ον είναι προϊόν της συνεργασίας πολλών περιοχών του εγκεφάλου μας, και μάλιστα των ίδιων ακριβώς περιοχών που ενεργοποιούνται όταν ένα άτομο έχει απέναντί του ένα άλλο άτομο και καλείται να αποκρυπτογραφήσει τις διαθέσεις και τις σκέψεις του διαμέσου των εκφράσεων του προσώπου του και της συμπεριφοράς του.
Οπως όμως διευκρινίζουν οι συγγραφείς του άρθρου, πρόθεσή τους δεν ήταν καθόλου να ανακαλύψουν τον Θεό μέσα στον εγκέφαλο, αλλά να κατανοήσουν τι συμβαίνει μέσα στον εγκέφαλο ενός ανθρώπου όταν αυτός σκέφτεται τον Θεό, είτε είναι πιστός είτε είναι άθεος. Για το σκοπό αυτό έθεσαν σε εξήντα εθελοντές -χριστιανούς, μουσουλμάνους, ιουδαϊστές αλλά και άθεους- ποικίλα ερωτήματα θεολογικής και ηθικής φύσεως και «παρατήρησαν» τις αντιδράσεις του εγκεφάλου τους με τη βοήθεια της λειτουργικής αξονικής τομογραφίας, μιας απεικονιστικής μεθόδου ικανής να «φωτογραφίζει» τις περιοχές του εγκεφάλου που ενεργοποιούνται κατά τη στιγμή της παρατήρησης.
Διαπίστωσαν έτσι ότι σε όλους τους εθελοντές ενεργοποιούνταν τα ίδια λίγο - πολύ νευρωνικά κυκλώματα, είτε ήταν πιστοί είτε άθεοι. Διαπίστωσαν επίσης ότι δεν ενεργοποιούνταν μία αλλά πολλές περιοχές του εγκεφάλου.
Ωστόσο, οι απόψεις των επιστημόνων διίστανται και όσον αφορά ένα άλλο ενδιαφέρον ζήτημα: αν δηλαδή η διαμόρφωση, στην πορεία της εξέλιξης του είδους μας, τέτοιων «μυστικιστικών» εγκεφαλικών δομών εξυπηρέτησε κάποια βιολογική σκοπιμότητα. Ορισμένοι εξελικτικοί βιολόγοι υποστηρίζουν ότι η φυσική επιλογή ίσως να ευνόησε τα άτομα με θρησκευτικές πεποιθήσεις, επειδή αυτά τα άτομα μπορούσαν να ανατρέξουν στα θρησκευτικά τους πιστεύω και κατάφεραν με τη βοήθειά τους να επιβιώσουν καλύτερα έναντι των ατόμων που δεν το έπραξαν.
Αλλοι πάλι πιστεύουν ότι η θρησκευτική πίστη είναι μια δευτερογενής συνέπεια της γενικότερης και εγγενούς «τάσης» του ανθρώπινου εγκεφάλου να «προτιμά» όσο το δυνατόν πιο συμπαγείς τρόπους ερμηνείας του κόσμου που τον περιβάλλει. Οπως σημειώνει ο επικεφαλής της έρευνας, καθηγητής Jordan Grafman: «Οταν οι γνώσεις μας για τον κόσμο που μας περιβάλλει είναι ελλιπείς, τότε μας δίνεται η δυνατότητα να πιστέψουμε στον Θεό. Οταν δεν διαθέτουμε μια επιστημονική εξήγηση για κάτι, τείνουμε να υιοθετούμε υπερφυσικές εξηγήσεις».
Το ότι δεν υπάρχουν στον εγκέφαλο μεμονωμένες δομές εξειδικευμένες στη θρησκευτική πίστη και πρακτική φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από μια άλλη έρευνα, που έγινε αυτή τη φορά σε ευρωπαϊκό έδαφος. Σύμφωνα με την έρευνα αυτή, όταν προσευχόμαστε είναι σαν να συνομιλούμε με έναν φίλο μας.
Σε αυτό το ενδιαφέρον όσο και απρόσμενο συμπέρασμα κατέληξε ομάδα επιστημόνων από το πανεπιστήμιο του Aarhus στη Δανία, μελετώντας λεπτομερώς τις εγκεφαλικές αντιδράσεις είκοσι πιστών χριστιανών που προσεύχονταν στον Θεό. Η έρευνα επικεντρώθηκε μόνο στη χριστιανική πίστη και τα συμπεράσματά της δημοσιεύθηκαν αρχικά στο περιοδικό «Social Cognitive and Affective Neuroscience» και κατόπιν στο βρετανικό «New Scientist».
Παρατηρώντας, σε πραγματικό χρόνο, τον εγκέφαλο των εθελοντών μέσω της λειτουργικής αξονικής τομογραφίας, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όταν ένα άτομο προσεύχεται ενεργοποιούνται οι ίδιες περιοχές που ενεργοποιούνται όταν συνομιλεί με έναν άλλο άνθρωπο, ενώ όταν απαγγέλλει μια προσευχή από μνήμης ενεργοποιούνται αποκλειστικά οι περιοχές που σχετίζονται με την ανάσυρση και επανάληψη απομνημονευμένων πληροφοριών. Σύμφωνα με τον επιστημονικό συντονιστή της έρευνας Uffe Schjodt, αυτό δείχνει σαφώς ότι δεν υπάρχει τίποτε το υπερβατικό ή υπερφυσικό στον τρόπο αυτό «επικοινωνίας» των ανθρώπων με τον Θεό.
Η έρευνα έγινε σε δύο στάδια, στο πλαίσιο των οποίων ζητήθηκε από τους εθελοντές να εκτελέσουν κάθε φορά μία «υπερβατική» και μία «κοσμική» ενέργεια. Στο πρώτο στάδιο οι εθελοντές έπρεπε να απαγγείλουν το «Πάτερ ημών» και κατόπιν ένα νανούρισμα. Στο δεύτερο στάδιο έπρεπε να απευθυνθούν στον Θεό αυτοσχεδιάζοντας μια δική τους προσευχή και στον Αγιο Βασίλη για να του ζητήσουν να εκπληρώσει μία επιθυμία τους.
Στο πρώτο στάδιο διαπιστώθηκε ότι και στις δύο περιπτώσεις ενεργοποιήθηκαν οι ίδιες περιοχές του εγκεφάλου, αυτές που συνδέονται με την επανάληψη και την εκφώνηση. Στο δεύτερο στάδιο του πειράματος, οι προσωπικές προσευχές ενεργοποίησαν ακριβώς εκείνες τις περιοχές του εγκεφάλου που έχει διαπιστωθεί ότι ενεργοποιούνται όταν οι άνθρωποι συνομιλούν πραγματικά μεταξύ τους. Αυτό υποδεικνύει ότι για τους εθελοντές ο Θεός ήταν ισοδύναμος με ένα υπαρκτό πρόσωπο με σάρκα και οστά, ενώ ο Αγιος Βασίλης ανήκε στην κατηγορία των φανταστικών πλασμάτων.