
Γενετικά ελαττώματα που αυξάνουν τον κίνδυνο εκδήλωσης της πιο συχνής μορφής παιδικής λευχαιμίας ανακάλυψαν Βρετανοί επιστήμονες, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύονται στο επιστημονικό έντυπο Nature Genetics.
Οι τρεις μεταλλάξεις που εντόπισαν οι ερευνητές του Ινστιτούτου Έρευνας του Καρκίνου στο Λονδίνο αυξάνουν τον κίνδυνο από 30% μέχρι και 60%. Αλλά σημειώνεται ότι και άλλοι παράγοντες, όπως οι παιδικές λοιμώξεις παίζουν σημαντικό ρόλο.
Η λευχαιμία είναι ο πλέον συχνός παιδικός καρκίνος, με περίπου 500 νέες περιπτώσεις κάθε χρόνo μόνο στην Μ. Βρετανία και την οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία να αναλογεί σχεδόν στο 85%.
Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι δεν υπάρχει αποκλειστικά ένας υπαίτιος για την παιδική λευχαιμία, αλλά ένας συνδυασμός παραγόντων, ίσως και τα κληρονομικά γενετικά χαρακτηριστικά να παίζουν ρόλο.
Παλαιότερη μελέτη είχε δείξει ότι τόσο μια αλλαγή των ερυθρών αιμοσφαιρίων που συμβαίνει εντός της μήτρας όσο και άλλες μεταλλάξεις, που πιθανόν να προκαλούνται από παιδικές λοιμώξεις, εμπλέκονται ενεργά στην λευχαιμία.
Η βρετανική μελέτη χρησιμοποίησε μια νέα τεχνολογία που επιτρέπει το σκανάρισμα ολόκληρου του DNA των πασχόντων από λευχαιμία ώστε να εντοπιστούν χαρακτηριστικά που δεν είναι παρόντα σε υγιή παιδιά.
Η παρουσία καθεμιάς εκ των τριών μεταλλάξεων σχετίστηκε με αύξηση του κινδύνου λευχαιμίας, αλλά και πάλι ο συνολικός κίνδυνος παρέμεινε μικρός.
Ο καθηγητής Ρίτσαρντ Χουλστον εξηγεί ότι «η μελέτη μας δίνει τα πρώτα στοιχεία για τον μείζονα ρόλο που παίζει η γενετική στον κίνδυνο εκδήλωσης οξείας λεμφοβλαστικής λευχαιμίας και στο πως γενικά αναπτύσσεται η πάθηση.»
Σε κάθε περίπτωση όμως δεν θα πρέπει να οδηγηθούμε στο πρόχειρο συμπέρασμα ότι η γενετική ευθύνεται αποκλειστικά για την εκδήλωση της παιδικής λευχαιμίας, διότι είναι μόνον ένας παράγοντας που δεν έχει ακόμη μελετηθεί σε βάθος.
(healthierworld)