Νίκος Α. Κατσάνης (αναπλ. καθηγητής φιλολογίας ΑΠΘ) – Κώστας Δ. Ντίνας (αναπλ. καθηγητής γλωσσολογίας πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας)
συνέχεια από Οι Βλάχοι της Ελλάδας (1)
5. Η γλώσσα των Βλάχων
Τα βλάχικα (ή αρωμουνική στη λόγια βιβλιογραφία) είναι γλώσσα νεολατινική, αυτόνομη και ισότιμη με την ιταλική, γαλλική, ισπανική, ρουμανική και προέρχεται από την λαϊκή προφορική της Βαλκανικής. Δεν είναι διάλεκτος της Ρουμανικής, όπως ανεπιτυχώς υποστηρίχθηκε, αλλά κόρη της λατινικής. Είναι γλώσσα χωρίς κρατική υπόσταση και χωρίς γραπτή παράδοση, όπως χιλιάδες άλλες γλώσσες στην υφήλιο, χωρίς αυτό να προσδιορίζει εθνολογικά τους Βλάχους, αφού η γλώσσα δεν αποτελεί μοναδικό στοιχείο εθνικού προσδιορισμού, π.χ. οι Μεξικανοί, που μιλούν ισπανικά, δεν είναι Ισπανοί, ούτε Γάλλοι οι Αφρικανοί που μιλούν γαλλικά.
Τα βλάχικα προέρχονται από τη Βαλκανική Λατινική, τη γλώσσα των Ρωμαϊκών στρατευμάτων. Μέχρι την έλευση των Σλάβων η λατινική έχει κατορθώσει να εκπορθήσει τις αρχαιότερες γλώσσες της περιοχής (θρακική και ιλλυρική), ενώ η συνάντησή της με την ελληνική στα νότια της χερσονήσου δεν υπήρξε τόσο αποτελεσματική, ώστε να επιβληθεί στον ελληνόφωνο κόσμο. Έτσι, πριν από τις σλαβικές μεταναστεύσεις και εισβολές στο βαλκανικό χώρο, που αλλάζουν το γλωσσικό χάρτη, η χερσόνησος διαιρείται σε δυο γλωσσικές ζώνες, μια λατινόφωνη στα βόρεια και μια ελληνόφωνη στα νότια. Οι ζώνες αυτές διαχωρίζονται μεταξύ τους με τη «γραμμή Jiriçek» ―βασισμένη στην παρουσία ελληνικών και λατινικών επιγραφών―, που αρχίζει από την Αυλώνα της Αλβανίας, διέρχεται από την Αχρίδα, περνά από τα Σκόπια, τη Σόφια και καταλήγει στις εκβολές του Δούναβη. Νότια της γραμμής κυριαρχεί η Ελληνική και βόρεια η Λατινική, χωρίς να αποκλείονται μεταβατικές γλωσσικές περιοχές όπου συμβιώνουν και οι δυο. Η Ρωμαϊκή παρουσία ―και η λατινική γλώσσα― στον βόρειο ελληνικό χώρο διαρκεί πάνω από εφτά αιώνες, 146 π.Χ. – 530 μ.Χ.
Ιδιαίτερα έντονη είναι η παρουσία του Ρωμαϊκού στρατού στις δυο σημαντικότερες οδικές αρτηρίες, την Εγνατία και το Δούναβη. Στον περίγυρό τους αναπτύχθηκαν οι τέσσερις νεολατινικές γλώσσες: Δακορουμανική (ρουμανική) και Ιστρορομανική στο Δούναβη, Κουτσοβλαχική και Μογλενιτική γύρω από την Εγνατία. Στη δημιουργία τους και στη διαφοροποίηση μεταξύ τους συντελούν η ποικιλία των λατινικών ιδιωμάτων που μεταφέρθηκαν από την Ιταλική χερσόνησο στο Βαλκανικό χώρο και οι ιθαγενείς γλώσσες με τις οποίες αυτά έρχονται σε επαφή. Οι βαλκανικές νεολατινικές γλώσσες, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες της Δύσης, διαθέτουν έναν αριθμό κοινών γλωσσικών γνωρισμάτων που κληρονομούν από τη λαϊκή-προφορική λατινική.
Ανάμεσα στην Κουτσοβλαχική και την Δακορουμανική υπάρχουν πολλές ομοιότητες όπως και διαφορές. Η πρώτη είναι συντηρητικότερη και εμφανίζει αρχαϊκότερο χαρακτήρα σε σχέση με τη δεύτερη, γεγονός που την πλησιάζει περισσότερο προς την λαϊκή λατινική. Τέλος πρέπει να τονιστεί ότι η μεγαλύτερη γλωσσική επίδραση που δέχτηκε η Κουτσοβλαχική προέρχεται από την ελληνική γλώσσα και παιδεία. Ιδιαίτερα τα γλωσσικά στοιχεία ―μερικά από τα οποία δεν απαντούν σε νεοελληνικά ιδιώματα― που ενσωματώθηκαν από την αρχαία ελληνική στην Κουτσοβλαχική μάς πείθουν ότι οι εκλατινισμένοι Βλάχοι πρέπει να είχαν ως αρχική μητρική τους γλώσσα την ελληνική.
Η χρήση της Κουτσοβλαχικής ήταν πάντοτε προφορική και μόνο στα μέσα του 18ου αιώνα, κατά την εποχή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, εμφανίζονται για καθαρά εκπαιδευτικούς λόγους τα πρώτα γραπτά μνημεία στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού και ιδιαίτερα στην περιοχή της Μοσχόπολης.
6. Τα ονόματα των Βλάχων
Οι Βλάχοι αποκαλούν τους εαυτούς τους Αρμ£νÖ (Arm£n%), δηλ. Romanus (πβ. Ρωμανία = το Βυζάντιο), όπως συνήθιζαν να αποκαλούν «Ρωμαίους» ―και στη λαϊκή γλώσσα «Ρωμιούς»― τους εαυτούς τους όλοι οι υπήκοοι του Βυζαντινού κράτους. Η λέξη Αρμ£νÖ δεν έχει καμιά ιστορική σύνδεση με τους όρους Romania, Rοman (= Ρουμανία, Ρουμάνος), καθώς αυτοί είναι λόγια κατασκευάσματα του 19ου αι. που επιβλήθηκαν μετά την ίδρυση του ρουμανικού κράτους.
Η ονομασία Βλάχος δε χρησιμοποιείται από τους ίδιους, παρά μόνο επειδή τους επιβλήθηκε από μη Βλάχους. Η εμφάνισή της μετά τον 10ο αι. στα βυζαντινά κείμενα ήταν φυσιολογική και αναμενόμενη, αν αναλογιστεί κανείς ότι μέχρι τον 6ο-7ο αι. η λατινική γλώσσα ήταν κυρίαρχη στο Βυζαντινό κράτος, οπότε η ονομασία Βλάχος με την έννοια λατινόφωνος ήταν κάτι κοινό και γνωστό, χωρίς να προκαλεί τους ξένους για ξεχωριστή ονομασία των λατινόφωνων. Μετά τον 6ο αι., με τον εξελληνισμό του Βυζαντινού κράτους, οι χρήστες της λατινικής γλώσσας άρχισαν να προκαλούν την περιέργεια των ξένων, και μάλιστα των Σλάβων, όταν ήθελαν να ξεχωρίζουν τους λατινόφωνους από τους ελληνόφωνους της Αυτοκρατορίας. Μόλις τα τελευταία χρόνια οι επιστήμονες δημιούργησαν τους λόγιους τύπους Αρωμούνοι, Αρουμούνοι, Aroumains, Macedoroumains κ.λπ., που δεν εκφράζουν πιστά την αυτονομασία των Βλάχων αλλά ικανοποιούν περισσότερο εκείνους που θέλουν να συνδέσουν το όνομα των Βλάχων με εκείνα των Romains, Romania κ.λπ.
Η λέξη Βλάχος προέρχεται από την λατινική λέξη Volcae, Volci (Βόλκοι, Ουόλκοι), που δήλωνε ένα κελτικό φύλο που ζούσε στη Γαλατία και είχε εκμάθει τη λατινική γλώσσα. Οι Βόλκοι-Ουόλκοι ήταν οι πιο κοντινοί γείτονες των γερμανικών φύλων, γεγονός που συνετέλεσε ώστε όλους τους λατινόφωνους οι Γερμανοί να τους αποκαλούν Βόλκους, όπως και τη γλώσσα τους. Το Volci εξελίχτηκε στα χείλη των Γερμανών και των γειτόνων τους σε διάφορους τύπους: Walachen, Welchland, Wallis, Wallais, Βαλλόνοι, Wales (Ουαλία), Welschme κ.λπ., που τους συναντούμε ακόμη και σήμερα στις γλώσσες ευρωπαϊκών λαών με τη σημασία λατινόφωνος. Από τους Γερμανούς πέρασε στους Σλάβους ως: Olahy, Olahi, Valachi, Voloh, Vloh, και εν συνεχεία στους Βυζαντινούς ως: Βλάχοι.
Οι Βλάχοι της Ελλάδας έχουν και άλλα ονόματα για τα οποία δεν είναι πάντοτε εύκολο να γνωρίζουμε πότε, πώς και γιατί τους δόθηκαν και τι ακριβώς σημαίνουν. Από τον 11ο αι. το όνομα Βλάχοι αρχίζει να ταυτίζεται με τον νομάδα κτηνοτρόφο (πβ. Άννα Κομνηνή) και στη συνέχεια με τον «χωριάτη, αγροίκο και απολίτιστο». Με δεύτερο συνθετικό τη λέξη Βλάχος έχουμε τα ονόματα Καράβλαχος, που σημαίνει τον αγροίκο αλλά και τον γενναίο, δυνατό Βλάχο. Το: Μπουρτζόβλαχος περικλείει και αυτό υποτιμητική σημασία για τους Βλάχους, ενώ μερικοί υποστηρίζουν ότι σημαίνει ανθρώπους που κατάγονται από τα Αμπρούζια όρη της Ιταλίας. Ο όρος Κουτσόβλαχος από μερικούς ερμηνεύεται ως Μικρός Βλάχος (από το τουρκικό küçük) ή από το: κουτσός + Βλάχος, ασήμαντος, μικρός Βλάχος, πβ. τα κουτσοπίνω, κουτσοπερνώ κ.λπ. Και οι δυο ετυμολογίες είναι μέχρι σήμερα επιστημονικά αναπόδειχτες. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι το Κουτσόβλαχος εμφανίζεται πολύ παλιά σε έγγραφα χωρίς υποτιμητική σημασία. Μερικοί Βλάχοι αρνούνται αυτό το όνομα ενώ άλλοι το προτιμούν, γιατί δηλώνει εκείνον που μιλάει βλάχικα και όχι τον κάθε κτηνοτρόφο και προβατάρη, που μπορεί να είναι Σαρακατσάνος ή οποιοσδήποτε άλλος. Ακόμη το Κουτσόβλαχος διαστέλλεται από τα άλλα ονόματα που φωνητικά πλησιάζουν προς το όνομα Ρουμάνος, γεγονός που προκαλεί σύγχυση, ιδίως στους ξένους επιστήμονες ή στους απλούς ανθρώπους. Υπάρχουν επίσης τα ονόματα: Αρουμούνοι, Αρωμούνοι, λόγια κατασκευάσματα και όχι αρεστά σε πολλούς Βλάχους. Τέλος, τα τελευταία χρόνια κυκλοφορεί και ο νεολογισμός: Αρμάνοι.
Βλάχους εκτός του ελληνικού χώρου συναντούμε και σε άλλες βαλκανικές χώρες, όπως Αλβανία, πρώην Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία. Πολλοί προσπάθησαν για πολιτικούς και προπαγανδιστικούς λόγους να επιβάλουν την άποψη ότι όσοι μιλούν βλάχικα στη Βαλκανική αποτελούν μια ενιαία και ξεχωριστή εθνότητα με μόνο επιχείρημα τη γλωσσική τους συγγένεια. Η κατάκτηση της Βαλκανικής από τους Ρωμαίους και η επιβολή της λατινικής γλώσσας ήταν πολιτική που στόχευε στην εκλατίνιση των κατακτημένων περιοχών. Επιπλέον είναι γνωστό ότι το Ρωμαϊκό κράτος ήταν πολυεθνικό, δηλ. είχε πολιτική αλλά όχι και εθνολογική ομοιογένεια. Όπως διάφορες νεολατινικές γλώσσες (ισπανική, πορτογαλική) επιβλήθηκαν σε ιθαγενείς πληθυσμούς της νότιας Αμερικής που εθνολογικά είναι άσχετοι με τους λατινόφωνους αποίκους, έτσι και στη Βαλκανική η υιοθέτηση της λατινικής γλώσσας δε σήμαινε και εθνολογική αφομοίωση από τους Ρωμαίους.
Αν όσοι μιλούν ένα λατινογενές ιδίωμα στη Βαλκανική ήταν και εθνολογικά συγγενείς, τότε οι Ιστρορουμάνοι της βόρειας Γιουγκοσλαβίας, οι ρωμανόφωνοι Δαλματοί, οι Βλάχοι της Ελλάδας, της Αλβανίας, της Βουλγαρίας και οι Βλάχοι των Μογλενών θα πρέπει εθνολογικά να είναι συγγενείς, άποψη όχι μόνο αντιεπιστημονική αλλά και παρανοϊκή για όσους γνωρίζουν έστω και λίγη βαλκανική ιστορία. Παρόλα αυτά οι διάφορες πολιτικές προπαγάνδες αντί να σεβαστούν τα δικαιώματα των διαφόρων λατινόφωνων δίγλωσσων πληθυσμών της Βαλκανικής Χερσονήσου και να τους αφήσουν να ζήσουν και να αναπτυχθούν σύμφωνα με την αυτόχθονη καταγωγή τους, τον γηγενή πολιτισμό και το φυσικό τους περιβάλλον, προσπαθούν με κύριο επιχείρημα τη γλωσσική συγγένεια να σχηματίσουν βλάχικη εθνολογική κοινότητα, γεγονός που θα επιτρέψει καλύτερη εκμετάλλευση των λατινόφωνων και ογκωδέστερο υλικό για την προβολή πιέσεων προς τις επιθυμητές κατευθύνσεις.
Στη χερσόνησο της Ιστρίας συναντούμε τους Ιστρορουμάνους (λόγια ονομασία) γνωστούς ως Cici (Τσίτσοι) ή Ciri-biri. Πιο κάτω τους Μορλάκους ή Μαυρόβλαχους, Τσίντσαρους κ.λπ. Στην Αλβανία υπάρχουν οι Φρασαριώτες Βλάχοι (από την περιοχή Φράσαρι) γνωστοί και ως Αρβανιτόβλαχοι, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι Ελληνόβλαχοι βορειοηπειρώτες που κατά καιρούς, λόγω των ιστορικών συνθηκών, εγκαθίστανται στον ελληνικό χώρο. Το ίδιο ισχύει και για την πΓΔΜ, όπου συναντούμε Βλάχους από την Μοσχόπολη και τα γύρω χωριά, Νικολίτσα, Λινοτόπι, Σίπισχα κ.λπ.
7. Θρησκεία
Ένα από τα θεμελιώδη συστατικά του πνευματικού βίου των Βλάχων είναι η Ορθόδοξη πίστη και η τήρηση της ελληνοβυζαντινής παράδοσης. Πάντοτε οι Βλάχοι τελούσαν την Θεία Λειτουργία σύμφωνα με το βυζαντινό τυπικό και στη γλώσσα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ουδέποτε πριν από την εμφάνιση της ρουμανικής προπαγάνδας ακούστηκε το Ευαγγέλιο ή ο Απόστολος στη βλάχικη γλώσσα. Όταν έγιναν απόπειρες για την καθιέρωση της βλάχικης γλώσσας στη λειτουργία, οι Βλάχοι δεν έμειναν άπρακτοι, αλλά αντέδρασαν στην κατάργηση της παράδοσης.
Η κίνηση για την άλωση της θρησκευτικής συνείδησης των Βλάχων αρχίζει επισήμως το 1881, όταν ομάδα Βλάχων, δήθεν αντιπροσώπων, υποβάλλει υπόμνημα προς τους πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων και ζητάει την ίδρυση Επισκοπής Βλάχων με πιθανή έδρα το Μοναστήρι και την Κωνσταντινούπολη. Έγινε μεγάλος αγώνας, αλλά δεν βρέθηκε κανείς Βλάχος ιερωμένος να δεχτεί το αξίωμα του επισκόπου, ενώ και η αντίδραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν σφοδρή.
Και σήμερα Βλάχοι, οι λεγόμενοι της διασποράς, που κατοικούν σε ευρωπαϊκές χώρες και στην Αμερική, οι περισσότεροι μη ελληνικής καταγωγής, προσπαθούν με πρόσχημα την οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις ολιγότερο ομιλούμενες γλώσσες της Ευρώπης να επαναθέσουν το θέμα της εκκλησιαστικής γλώσσας. Όμως η τήρηση της εκκλησιαστικής παράδοσης είναι θεμελιώδης, όπως αποδεικνύεται και από την περίπτωση των Αλβανόφωνων της Ιταλίας. Ουνίτες καθολικοί στο θρήσκευμα αλλά πρώην Ορθόδοξοι και βιαίως αλλαξοπιστήσαντες, ενώ έφυγαν από την Ελλάδα πριν από αιώνες και μετανάστευσαν στην νότια Ιταλία και Σικελία, εξακολουθούν να τελούν τη Θεία Λειτουργία σύμφωνα με το τυπικό της ελληνοβυζαντινής παράδοσης (rito bizantino) και στην ελληνική γλώσσα.
8. Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού ζητήματος
Η απαρχή της παρακμής του βλάχικου στοιχείου της Ελλάδας και της συρρίκνωσης της βλάχικης γλώσσας υπήρξε η ρουμανική προπαγάνδα. Δύο Ρουμάνοι διανούμενοι ταξιδεύουν το 1853 στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία και «ανακαλύπτουν» ένα ομόγλωσσο και «ομοαίματο» λαό, άγνωστο μέχρι τότε στους Ρουμάνους. Μετά την επιστροφή τους στη Ρουμανία ζητούν με πύρινη αρθρογραφία να βοηθήσει ο ρουμανικός λαός τους «αλύτρωτους» αδελφούς της Μακεδονίας. Για το σκοπό αυτό ιδρύεται η «Αλβανική Εταιρεία» και το «Μακεδονορουμανικό Κομιτάτο», το οποίο ανέλαβε δράση σε πρακτικά ζητήματα διαθέτοντας άφθονο χρήμα, που εν μέρει αντλήθηκε από τους Έλληνες της Ρουμανίας και από τις Ιερές Μονές του Άθω. Η προπαγάνδα μεταφέρεται στο χώρο της Μακεδονίας από τον Απόστολο Μαργαρίτη, ελληνοδιδάσκαλο από την Κλεισούρα, ευφυή τυχοδιωκτικό τύπο με εξαιρετικές ικανότητες, ο οποίος επισκέπτεται το 1862 τη Ρουμανία, όπου γίνεται δεκτός ως εθναπόστολος με τιμές και αξιώματα. Ιδρύει το πρώτο ρουμανικό σχολείο το 1862 στην Κλεισούρα, διορίζεται επιθεωρητής των ρουμανικών σχολείων της οθωμανικής αυτοκρατορίας και μεθοδεύει την ίδρυση ρουμανικών σχολείων στις βλάχικες κοινότητες.
Συνεργάζεται με τους καθολικούς Λαζαριστές, οι οποίοι διωγμένοι από την Ανατολή έρχονται στη Βαλκανική χερσόνησο, για να συνεχίσουν το έργο του προσηλυτισμού ορθοδόξων στον καθολικισμό και να αυξήσουν τη αυστριακή επιρροή στην περιοχή. Τα δυο πιο σημαντικά αποτελέσματα του τυχοδιωκτισμού του Απ. Μαργαρίτη ήταν η δημιουργία θρησκευτικού ζητήματος με πρόσχημα την ίδρυση Επισκοπής Βλάχων με πιθανή έδρα το Μοναστήρι και η δημοσίευση του Ιραδέ για την αναγνώριση του Βλάχικου μιλιέτ.
Το τέλος του Μαργαρίτη έρχεται, όταν το επίσημο ρουμανικό κράτος αντιλαμβάνεται ότι είναι ένας τυχοδιώκτης, χωρίς εθνική ιδεολογία και έτοιμος να υπηρετήσει και τους εχθρούς της Ρουμανίας. Μετά το θάνατο του Μαργαρίτη (1903), η Ρουμανία συνεχίζει η ίδια την πολιτική του, γεγονός που επιδείνωσε τις ελληνορουμανικές σχέσεις, καθώς ήταν αδύνατο η Ρουμανία να απεμπολήσει τα πολιτικά πλεονεκτήματα που είχε αποκτήσει απ’ όλη αυτή την κίνηση.
Τα αποτελέσματα αυτής της ρουμανικής διπλωματικής προσπάθειας ήταν ολέθρια για το ελληνικό κράτος. Ακολούθησαν δημεύσεις περιουσιών Ελλήνων στη Ρουμανία, απελάσεις πολιτών και κάθε είδους καταπιέσεις. Η κατάσταση επιδεινώθηκε και έφτασε μέχρι τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δυο χωρών. Τις κακές σχέσεις ενίσχυσε το γεγονός ότι τότε αρχίζει και ο Μακεδονικός Αγώνας κατά των Βουλγάρων. Ήταν μοιραίο σ’ αυτόν τον αγώνα να εμπλακούν και οι Βλάχοι και των δυο παρατάξεων, οι «γκραικομάνοι» και οι ρουμανίζοντες. Η κατάσταση αυτή αναζωπύρωσε και τις προσωπικές ή κοινοτικές έχθρες μεταξύ των Βλάχων, με αποτέλεσμα να έχουμε συγκρούσεις των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων με τις ρουμανο-κομιτατζήδικες συμμορίες.
Η Ρουμανία παραπονέθηκε στις Μεγάλες Δυνάμεις και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για φόνους των οπαδών της, με αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη επιδείνωση των ελληνορουμανικών σχέσεων. Αυτή η ασφυκτική κατάσταση οδήγησε, με την άνοδο του Βενιζέλου, στην αλλαγή της ελληνικής πολιτικής. Οι εθνικές προσδοκίες για την επέκταση των συνόρων στα σημερινά τους όρια εξαρτιόταν από τη βούληση των Μεγάλων Δυνάμεων και των χωρών της Βαλκανικής, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ρουμανία. Έτσι ο Βενιζέλος (1913) για εθνικούς λόγους αποφασίζει την παραχώρηση εκπαιδευτικών και θρησκευτικών ελευθεριών στους Βλάχους τους προσκείμενους στην ρουμανική προπαγάνδα, που κατά κάποιον τρόπο τούς αναγνωρίζει. Η ενέργεια αυτή κρίθηκε ποικιλοτρόπως, ιδιαίτερα από τους Βλαχόφωνους Έλληνες, καθώς παρουσίαζε την εξής αντίφαση: δε ρωτιούνται οι Βλάχοι ποια θα ήθελαν να είναι η τύχη τους αλλά κάποιος άλλος αναλάμβανε να αποφασίσει γι’ αυτούς για λόγους εθνικούς. Η απόφαση αυτή υπήρξε πολλαπλώς επιζήμια για τους Βλάχους.
Αποτελέσματα ρουμανικής προπαγάνδας
Τα αποτελέσματα της ρουμανικής προπαγάνδας ήταν ολέθρια για το βλαχόφωνο στοιχείο και τη γλώσσα του. Το πρώτο ήταν η διάσπαση της συνοχής και ο διαχωρισμός των Βλάχων σε δυο αντίπαλες παρατάξεις: η πρώτη, πολυαριθμότερη και ισχυρότερη, παρέμεινε σταθερή στην ιστορική της διαδρομή· η δεύτερη, ολιγάριθμη, πιο φανατισμένη και εχθρική σε κάθε τι το ελληνικό και την ορθοδοξία. Η αντιπαλότητα αυτή εμφανίστηκε μέσα στο σώμα κάθε βλάχικης κοινότητας, γρήγορα επεκτάθηκε μεταξύ των οικογενειών συγχωριανών και, τέλος, εισχώρησε και μέσα στην ίδια την οικογένεια. Τα αποτελέσματα της διάσπασης της ψυχικής συνοχής ήταν οδυνηρά για όλους, γιατί σε παρόμοιες περιπτώσεις με πρόσχημα κάποιες ιδεολογικές διαφορές, δίνεται η αφορμή να αναδυθούν πικρίες, αντιπάθειες και διενέξεις. Η συμπεριφορά των ρουμανοφρόνων ανάγκασε πολλούς είτε να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να διασπαρούν ανάμεσα σε ελληνόφωνους πληθυσμούς είτε να σταματήσουν να μιλούν τη μητρική τους γλώσσα, που τη θεωρούσαν αιτία για τις περιπέτειες που περνούσαν.
Κατά την διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου έχουμε αναζωπύρωση της ρουμανικής προπαγάνδας με αιχμή τα κατοχικά στρατεύματα ―και ιδίως τα ιταλικά. Οι Βλαχόφωνοι Έλληνες μπήκαν στο στόχαστρο των κατοχικών δυνάμεων, μια και υπήρχε κάποιο προηγούμενο με έναν αριθμό ατόμων προσκείμενων στα ρουμανικά συμφέροντα, τα οποία στον πόλεμο ταυτίστηκαν με τα συμφέροντα του άξονα.
Δυο γεγονότα σημάδεψαν την όλη κίνηση: η ίδρυση του Πριγκιπάτου της Πίνδου και της Ρωμαϊκής Λεγεώνας, με πρωτεργάτες γνωστούς τυχοδιώκτες, τον Αλκιβιάδη Διαμάντη και τον Νικόλαο Ματούση. Χωρίς κανένα ιδεολογικό υπόβαθρο, χωρίς τη συναίνεση ούτε και μικρής μερίδας Βλάχων, τα δυο αυτά ζητήματα έγιναν αφορμή να εκτοξευθούν κατηγορίες σ’ όλους τους Βλάχους. Η υπόθεση του «Πριγκιπάτου» εγγίζει τα όρια του γελοίου, η Ρωμαϊκή Λεγεώνα όμως, ένα είδος Ταγμάτων Ασφαλείας, υπήρξε μίασμα στην ιστορία των Βλάχων, αλλά και φυσικό επιγέννημα των ειδικών συνθηκών της εποχής εκείνης.
Η προσέγγιση της πολιτικής πλευράς του Κουτσοβλαχικού ζητήματος στις σωστές του διαστάσεις άρχισε να πραγματοποιείται, όταν οι ίδιοι οι Βλάχοι ανέλαβαν την αντιμετώπισή του. Η αβελτηρία του κράτους και η άγνοια του προβλήματος από μεγάλο μέρος της ελληνικής διπλωματίας ήταν οι βασικοί λόγοι που συνετέλεσαν στην διάδοση και στην αύξηση της επιρροής της Ρουμανίας πάνω στους Κουτσόβλαχους. Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά, καθώς το ελληνικό κράτος, ο πνευματικός κόσμος και η ελληνική κοινωνία γνώρισαν την πραγματική συμβολή και ιστορία των Βλάχων με συνέπεια την αλλαγή της νοοτροπίας και τον σεβασμό ακόμη και των άσχετων με τα Κουτσοβλαχικά πράγματα.
συνεχίζεται…