
Τα βαρέλια και οι κανάτες στις ταβέρνες πριν από 20 και πλέον χρόνια ήταν γεμάτα με ρετσίνα, την οποία οι πελάτες συνόδευαν με μπακαλιάρο τηγανητό και σκορδαλιά. Παρόλο που χρόνια αργότερα η προτίμηση για το παραδοσιακό ελληνικό κρασί μειώθηκε πάρα πολύ, το τελευταίο διάστημα αρκετοί οινοπαραγωγοί προσπαθούν να την επαναφέρουν στο τραπέζι της οικογένειας.
Με την αναγέννηση του ελληνικού κρασιού την τελευταία εικοσαετία εμφανίστηκαν νέοι τύποι κρασιών «πιο ελκυστικοί, σύγχρονοι και ποιοτικοί με αποτέλεσμα η κατανάλωση της ρετσίνας να υποχωρήσει. Κι επειδή η ποιότητα της ρετσίνας δεν εξελίχθηκε όπως στα υπόλοιπα ελληνικά κρασιά, στη συνείδηση του καταναλωτή υποβαθμίστηκε, με αποτέλεσμα σήμερα η εικόνα της να μην είναι αυτή που θα έπρεπε και μπορούσε να είναι», σημειώνει. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που παρομοίαζαν τη ρετσίνα με τον φτωχό συγγενή της οικογένειας κρασιού.
Η ρετσίνα επιστρέφει δριμύτερη στην αγορά με νέα, πιο προσεγμένη μορφή και σίγουρα με καλύτερη ποιότητα. «Υπάρχει μία τάση επανατοποθέτησης της ρετσίνας σε νέα βάση και η δυναμική αυτή θα συνεχιστεί. Αναβαθμίζεται ποιοτικά, αλλά με σύγχρονο μάρκετινγκ προσπαθεί να κερδίσει ξανά την εμπιστοσύνη του καταναλωτή», προσθέτει ο κ. Κεχρής, η εταιρεία του οποίου παράγει και διαθέτει στην αγορά τρία είδη ρετσίνας.
Η ετήσια παραγωγή του παραδοσιακού κρασιού, στο οποίο προστίθεται πριν από τη ζύμωση μικρή ποσότητα ρητίνης (ρετσίνι) από χαλέπιο πεύκη, στη χώρα μας υπολογίζεται σε 60.000 τόνους ετησίως. Ωστόσο, μόλις 200 τόνοι είναι η παραγωγή τής ποιοτικά αναβαθμισμένης ρετσίνας. «Τώρα που έχει καταλαγιάσει η οινική επανάσταση προσπαθούμε να επαναφέρουμε τη ρετσίνα στο προσκήνιο, φτιάχνοντάς την ποιοτική, γευστική και απολαυστική», λέει ο οινοπαραγωγός κ. Γιώργος Βασιλείου.
Για τον κ. Γιάννη Παρασκευόπουλο και τον κ. Λέοντα Καράτσαλο, η ρετσίνα έπρεπε να εκσυγχρονιστεί. «Γι΄ αυτό, προσπαθώντας να επαναπροσδιορίσουμε την ποιοτική και γευστική θέση της ρετσίνας, διαλέξαμε προσεκτικά έναν εκλεκτό ροδίτη από ξερικούς αμπελώνες της ημιορεινής Κορινθίας και τον χειριστήκαμε με όλους τους κανόνες της σύγχρονης οινοποίησης, προσθέτοντας ταυτόχρονα μία ελεγχόμενη ποσότητα ρετσινιού από χαλέπιο πεύκη», σημειώνει ο κ. Παρασκευόπουλος από την εταιρεία Γαία Οινοποιητική. Τα όπλα των οινοπαραγωγών για την αναβάθμιση της ρετσίνας είναι αρκετά. Το σημαντικότερο όμως είναι η καλή ποιότητα της ποικιλίας σταφυλιού που χρησιμοποιούν. Ανοξείδωτες δεξαμενές και δρύινα βαρέλια συμπληρώνουν τη φαρέτρα με τα όπλα τους. Επειδή όμως, όπως τονίζουν οι οινοπαραγωγοί, σημαντικός παράγοντας είναι και η εικόνα, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη συσκευασία του προϊόντος.
Συνδυασμός με κουζίνες.
Η επιστροφή στην παράδοση, επισημαίνει ο κ. Γούτος, σομελιέ από κάποιους οινοποιούς κάνει τη ρετσίνα πλέον ένα υπολογίσιμο προϊόν και η ιδιαιτερότητά της μπορεί να την κάνει άξιο εκπρόσωπο της Ελλάδας. «Η φιλοσοφία ενός ελληνικού γεύματος είναι ένα τραπέζι με ποικιλία ορεκτικών και η ρετσίνα κατάφερνε να τα συνδυάζει άψογα. Ισορροπούσε ανάμεσα σε οστρακοειδή, τηγανητά και λαδερά. Πολλές φορές τη συνδύαζαν και με ένα κομμάτι χαλβά». Οι σημερινές εκδοχές μπορούν να συνδυαστούν με μεσογειακές, αλλά και ανατολίτικες κουζίνες, λέει ο κ. Γούτος. «Η ρετσίνα είναι ένα προϊόν με ελληνική κουλτούρα, μοναδικό, που σε κάνει το προσέξεις».
Άρχισε να γίνεται μόδα σε εστιατόρια και μπαρ
Τα δύσκολα χρόνια όμως του ελληνικού προϊόντος η εταιρεία Μαλαματίνα- με 115 χρόνια ιστορίας στην οινοποιία- παρήγε και εμφιάλωνε τη ρετσίνα. Η διευθύνουσα σύμβουλος της εταιρείας Κατερίνα Μαλαματίνα επισημαίνει ότι οι συνθήκες σήμερα με τη στροφή στα παραδοσιακά προϊόντα είναι μια ευκαιρία για όλους μας και οι προοπτικές είναι πολύ θετικές. «Θέλουμε να κάνουμε τη ρετσίνα ξανά το καθημερινό κρασί όλων των Ελλήνων. Η ρετσίνα είναι ένα απολύτως φυσικό κρασί, χωρίς τεχνητές επεξεργασίες και προσμείξεις και γι΄ αυτόν τον λόγο δεν χρειάζεται φελλό για να διατηρείται». Σύμφωνα με την κ. Μαλαματίνα, πολλές έρευνες της σύγχρονης τεχνολογίας τροφίμων επιβεβαιώνουν την ευεργετική δράση της ρητίνης, η οποία άλλωστε είναι γνωστή από την αρχαιότητα ως θεραπευτικό σε παθήσεις του στομάχου, της καρδιάς ακόμα και για την παυσίπονη λειτουργία της.
Οι καταναλωτές μπορούν να βρουν τη ρετσίνα του οινοποιείου Οικογένεια Γεώργα αποκλειστικά σε επιλεγμένα καταστήματα πώλησης βιολογικών προϊόντων. «Παρήγαμε κρασί την εποχή που το αρετσίνωτο κυκλοφορούσε στην αγορά σε μικρές ποσότητες», λέει ο κ. Δημήτρης Γεώργας. Όπως τονίζει, η ρητίνη από τα πεύκα έμπαινε πριν από τη ζύμωση, προκείμενου να συντηρείται καλύτερα και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα το κρασί.
Στόχος ήταν η ρετσίνα να αποβάλει τη... ρετσινιά
Η ρετσίνα του κτήματος Βασιλείου βγαίνει εκτός συνόρων. Μάλιστα, η πρώτη χώρα εξαγωγής είναι η Αμερική με 20.000
φιάλες ετησίως και ακολουθεί η Γερμανία. «Το ευχάριστο είναι ότι διεθνή εστιατόρια συμπεριλαμβάνουν στις λίστες κρασιού και τη ρετσίνα μας», τονίζει ο κ. Βασιλείου.
«Από την αρχή που άρχισα να ασχολούμαι με τη ρετσίνα, ο μοναδικός μου στόχος ήταν η ρετσίνα να αποβάλει αυτή τη... ρετσινιά και να σταθεί στη διεθνή αγορά ως ένα ξεχωριστό κρασί». Ο Σκοτ Ντ΄ Άρσι είναι από το Εδιμβούργο, αλλά τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στο Μαρκόπουλο, αφού ανέλαβε το οινοποιείο του πεθερού του και παράγει ρετσίνα- περίπου 20.000 φιάλες από τις οποίες το μεγαλύτερο ποσοστό εξάγεται στην Αμερική και τη Σουηδία.