Εχθρός της ψυχικής υγείας η οικονομική κρίση
Νάρκη’ στα θεμέλια της ψυχικής μας ισορροπίας, αποτελεί η οικονομική κρίση. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι πρόκειται για έναν έντονο στρεσσογόνο παράγοντα για όλο τον πληθυσμό της γης.
Πιο ευάλωτοι είναι όσοι έχουν ευαίσθητη σωματική ή ψυχική υγεία, ηλικιωμένοι, φτωχοί, γυναίκες και άνεργοι. Αυτοί κινδυνεύουν περισσότερο και είναι φυσικό η ψυχιατρική νοσηρότητα αλλά και η ψυχολογική δυσφορία να αυξάνουν κάτω από αυτές τις συνθήκες.
Τα παραπάνω τονίστηκαν, μεταξύ άλλων, την Τρίτη από τους διοργανωτές του Παγκόσμιου Συνεδρίου Ψυχικής Υγιεινής, το οποίο πραγματοποιείται στην Αθήνα από τις 2 έως τις 6 Σεπτεμβρίου.
Οι ειδικοί σημείωσαν ότι οι άνθρωποι που κινδυνεύουν περισσότερο κάτω από συνθήκες οικονομικής δυσπραγίας αποστερούνται των δυνατοτήτων προστασίας τους, πρόληψης και θεραπείας. Το αντίθετο ακριβώς θα έπρεπε να γίνεται και αυτή είναι η επιστημονική επιταγή στην παρούσα συγκυρία.
Σημείωσαν, δε, ότι ισχύει μέχρι τις μέρες μας ο απαράδεκτος δυισμός, δηλαδή να θεωρείται ότι η σωματική υγεία έχει τόσες διαφορές από την ψυχική υγεία ώστε οι μεν πάσχοντες από σωματικά νοσήματα να θεραπεύονται οι δε πάσχοντες από ψυχικά νοσήματα να εγκλείονται (σε άσυλα).
Σε επίπεδο δευτεροβάθμιας φροντίδας (νοσοκομεία), έχει γίνει κάποια πρόοδος στην απαρτίωση σωματικής και ψυχικής φροντίδας, με τη δημιουργία ψυχιατρικών τομέων στα Γενικά Νοσοκομεία. Στη χώρα μας έχει γίνει ιδιαίτερη πρόοδος στον τομέα αυτό. Στο επίπεδο όμως της κοινότητας είμαστε ακόμη πολύ πίσω διεθνώς αλλά και στη χώρα μας.
Οι γενικοί γιατροί, (που είναι, μαζί με τους επισκέπτες υγείας, οι κύριοι φορείς πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας) δεν μπορούν να αναγνωρίσουν τα ψυχικά νοσήματα και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την πάθηση που οδηγεί συχνότερα από οποιαδήποτε άλλη στην αυτοκτονία, δηλαδή την κατάθλιψη.
Αδιάγνωστοι
Έχει βρεθεί ότι περίπου 50% των ασθενών με ψυχικά προβλήματα που επισκέπτονται υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας παραμένουν αδιάγνωστοι. Αυτό οφείλεται ασφαλώς στην ανεπαρκή εκπαίδευση των γενικών γιατρών αλλά και σε άλλους παράγοντες, όπως είναι η ανυπαρξία ‘προσωπικού’ γιατρού που να γνωρίζει τα προβλήματα του ασθενούς, η απουσία συστήματος συνεντεύξεων (ραντεβού) η απουσία συνέχειας της φροντίδας (continuity of care), δηλαδή παρακολούθηση του ασθενούς από την ίδια ομάδα θεραπευτών.
Συντελεί επίσης και η εγγενής δυσκολία αναγνώρισης ορισμένων ψυχικών νοσημάτων (τυπικό παράδειγμα η κατάθλιψη) που εκφράζονται με ατυπία, κυρίως μέσα από σωματικά κανάλια (πόνοι και άλλες υποχονδριακές αιτιάσεις, αλκοολισμός, αϋπνία, μείωση της libido, εξάρτηση από ουσίες κλπ).
Η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας αποτελεί το σημείο εισόδου όλου του συστήματος υγειονομικής φροντίδας μιας χώρας. Έχει, λοιπόν μεγάλη σημασία να είναι απαρτιωμένη και να αφορά σε όλα τα νοσήματα, σωματικά και ψυχικά.
Αν εξακολουθεί να λειτουργεί κουτσουρεμένη δεν θα είναι αποτελεσματική. Πρέπει να γίνει αντιληπτό από όλους ότι τα ψυχικά και τα σωματικά νοσήματα δεν διαφέρουν σε τίποτε εκτός από τον τρόπο κλινικής έκφρασης.
Μπορεί ο επιπολασμός (επικράτηση) ψυχικών διαταραχών να επηρεασθεί από τις παρεμβάσεις σε πρωτοβάθμιο επίπεδο; Σε στατιστικό επίπεδο, μόνο οι παρεμβάσεις που αφορούν στο σύνολο του πληθυσμού (population – based interventions) μπορούν να είναι αποτελεσματικές (π.χ. αποτροπή στρατιωτικών συγκρούσεων, φυσικών καταστροφών, ανεργίας, οικονομικών καταστροφών, στρεσσογόνων γεγονότων που να αφορούν το σύνολο του πληθυσμού κλπ).
Παρεμβάσεις
Οι παρεμβάσεις, ωστόσο, σε ατομικό επίπεδο μπορεί να μην έχουν στατιστικό αντικατοπτρισμό, δεν παύουν όπως να έχουν τη σημασία τους. Εδώ εντάσσονται οι παρεμβάσεις σε ευεπίφορα άτομα της κοινότητας, δηλαδή γυναίκες χωρίς την προστασία υποστηρικτικού συστήματος, παιδιά, άτομα σε χηρεία, γυναίκες σε περίοδο λοχείας, άτομα εθισμένα στο αλκοόλ ή εξαρτησιογόνες ουσίες, άτομα αυτοκαταστροφικά.
Προγράμματα πρωτοβάθμιας ψυχικής φροντίδας στα σχολεία, για γονείς, για μονογονεϊκές οικογένειες, για παιδιά με γονείς που πάσχουν από ψυχικά νοσήματα, για άτομα με συνδρομή μετατραυματικού stress (PTSD) έχουν εφαρμοσθεί με αρκετή επιτυχία.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έδωσε στη δημοσιότητα τον Σεπτέμβριο 2008 μία διακήρυξη που προέκυψε από συνεργασία με την WONCA (Παγκόσμια Οργάνωση Οικογενειακών γιατρών). Η διακήρυξη επιγράφεται ‘Integrating Mental Health into Primary Care: A global perspective’ (‘Εντάσσοντας την Ψυχική Υγεία στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας: Μία παγκόσμια προοπτική’) και σε αυτή τονίζεται από τη Γεν. Διευθύντρια της ΠΟΥ Dr Margaret Chan και τον Πρόεδρο της WONCA Prof. Chris van Weel, ότι η ένταξη αυτή θα φέρει τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας πιο κοντά στα σπίτια των ανθρώπων, συμβάλλοντας στη διατήρηση των συνεκτικών δεσμών της οικογένειας και καταπολεμώντας το στίγμα που θα προέκυπτε αν χρησιμοποιούσε κανείς την εναλλακτική λύση της εισαγωγής σε Νοσοκομείο. Τονίζεται ακόμη η οικονομική προσφορότητα της λύσης αυτής.
Σωματικά – ψυχικά
Οι ασθενείς με σοβαρά ψυχικά νοσήματα πεθαίνουν από σωματικά νοσήματα κατά μέσο όρο 25 χρόνια νωρίτερα από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Έχουν, επίσης, διπλάσια πιθανότητα να νοσούν και από σωματικά νοσήματα.
Το ίδιο ισχύει με τους ασθενείς από σωματικά νοσήματα που έχουν αυξημένη νοσηρότητα σε ψυχικές διαταραχές. Επομένως, σωματική και ψυχική υγεία πάνε χέρι-χέρι. Αυτό υπαγορεύει την ανάγκη συντονισμένης και απαρτιωμένης ‘ολιστικής’ αντιμετώπισης.
Η διάγνωση ψυχιατρικών προβλημάτων στην πρώιμη φάση της νόσου καθιστά την θεραπεία εφικτή και την πρόγνωση καλύτερη, συντελεί στην αποτροπή βαρύτερων συνεπειών της νόσου και επιτρέπει τη διάγνωση και θεραπεία καταστάσεων που ενδεχομένως δεν θα έφθαναν ποτέ στον ειδικό γιατρό. Οι διαπιστώσεις αυτές συνηγορούν για την απαρτίωση των υπηρεσιών σωματικής και ψυχικής υγείας σε ένα ενιαίο σύστημα στο επίπεδο της κοινότητας.