promotional banner

Η στιχουργική του Μάνου Χατζιδάκι


Γράφει ο Σπύρος Αραβανής

Διάλεγε τις λέξεις όπως τις φωνές: μισές από σύννεφο, μισές από αίμα.

«Δεν είναι το τραγούδι μου μια μονόφωνη αρτηρία ούτε μια πολυφωνική και λαϊκή υστερία. Είναι μια μυστική πηγή, μια στάση πρέπουσα και ηθική απέναντι στα ψεύδη του καιρού μας, ένα παιχνίδι ευφάνταστο μ’ απρόβλεπτους κανόνες, μια μελωδία απρόσμενη που γίνεται δική σας, δεμένη αδιάσπαστα με άφθαρτες λέξεις ποιητικές και ξαναγεννημένες». (1)
«Το τραγούδι είναι έργο, συμπυκνωμένο σε δυο-τρεις φράσεις μουσικές και με μια απόλυτη αξία των λεπτομερειών που το συνθέτουν. Απαραίτητη προϋπόθεση φυσικά αποτελούν οι στίχοι πάνω στους οποίους θα χτιστεί το τραγούδι και που οφείλουν να περιέχουν με σαφήνεια την ποιητική ιδέα, αυτήν που δημιουργεί την ανάγκη του τραγουδιού». (2)

Αντί προλόγου επέλεξα να ξεκινήσω με δύο αποσπάσματα κειμένων που ανήκουν στον Μάνο Χατζιδάκι, στα οποία ενυπάρχουν νοήματα-κλειδιά που χαρακτηρίζουν τα τραγούδια που συνέθεσε, κυρίως όμως αυτά που υπέγραψε και τους στίχους που, μαζί με τα μελοποιημένα ποιήματά του, πλησιάζουν τα εκατό.

Στις 15 Ιουνίου συμπληρώθηκαν δεκαπέντε χρόνια από το θάνατό του· η ιστορία, καθώς και οι μάρτυρες της ζωής και των πεπραγμένων του, που εμφανίστηκαν πολλαπλασιασμένοι σαν τα σαλιγκάρια μετά τη βροχή, έχουν ήδη καταθέσει και θα καταθέσουν στο μέλλον πολλές μνήμες, ντοκουμέντα, φωτογραφίες, αξιολογικές κρίσεις, μελέτες, άρθρα κ.ά.

Οι στίχοι του όμως, όπως και κάθε στίχος, είναι από μόνοι τους ιδιωτικά κεριά, με τα οποία μπορεί ο καθένας να φωτίσει ένα μέρος της σκέψης τού Χατζιδάκι, να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα και –το κυριότερο– να αισθανθεί κατά μόνας.

Πρώτη δισκογραφική παρουσία μελοποιημένων στίχων-ποιημάτων του βρίσκουμε ήδη στο δίσκο Ο Κύκλος Του C.N.S., ο οποίος εκδόθηκε το 1959 και περιέχει έξι τραγούδια για πιάνο και φωνή. (3) Την ίδια χρονιά η Νάνα Μούσχουρη, τραγουδώντας το Κάπου υπάρχει η αγάπη μου, δικούς του δηλαδή στίχους, κερδίζει το πρώτο βραβείο στο πρώτο Φεστιβάλ Τραγουδιού.

Έτσι, η σχέση του Μάνου Χατζιδάκι με το λόγο, αν και πάντα ήταν υπό τη σκιά της μεγάλης συνθετικής αλλά και στοχαστικής του ικανότητας –όπως εμφανίζεται στα πεζά, στα δοκίμια, στις ρηξικέλευθες συνεντεύξεις του, στα ένθετα των δίσκων του κ.ά.– δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί αξιοπαρατήρητη. Μολονότι, όπως γράφει και ο ποιητής Θάνος Φωσκαρίνης, «ο Χατζιδάκις, ενόσω ζούσε, δεν πέτυχε να ξεχωρίσει ως ποιητής ούτε ως στιχουργός» (4), (να σημειώσουμε εδώ ότι ήδη από το 1946 γράφει ποίηση, τη σύνθεση Λυπητερή Παρέλαση, και ακολουθεί είκοσι χρόνια μετά η Μυθολογία και το 1982 η Μυθολογία Δεύτερη) στους στίχους του αφθονούν «άφθαρτες λέξεις ποιητικές και ξαναγεννημένες» που «περιέχουν με σαφήνεια την ποιητική ιδέα, αυτήν που δημιουργεί την ανάγκη του τραγουδιού».

Τα λόγια του στα τραγούδια δεν αποσκοπούν στην «πολυφωνική και λαϊκή υστερία», αλλά λειτουργούν ως «μυστική πηγή», το νερό της οποίας δεν ξεπλένει αλλά ξεδιψά, δεν ονειρεύεται αγριεμένες θάλασσες αλλά κουρασμένους οδοιπόρους.

Τρία λοιπόν είναι, κατά τη γνώμη μου, τα βασικότερα στοιχεία της στιχουργικής του Χατζιδάκι, αν την εξετάσουμε σήμερα, αποστασιοποιημένοι από πρόσωπα και εποχές. Κατ’ αρχήν, η εμμονή του σε ορισμένες λέξεις, που λειτουργούν έμμεσα αλλά και άμεσα ως σύμβολά του. Το παιδί, το κορίτσι-γυναίκα απρόσωπο, για παράδειγμα, Το μεθυσμένο κορίτσι, ή προσωποποιημένο, όπως η Ελένη, η Μαρία η Ελένη, η Μαριάνθη, η Ευρυδίκη, η Παναγία, η μάνα (5), η άνοιξη, το πουλί, η αγάπη, ο ουρανός. Λέξεις άφθαρτες, όχι ως προς τη χρήση τους, αλλά ως προς τα νοήματά τους.

Λέξεις που αναδεικνύουν τη λυρικότητα της μουσικής και συντελούν στη δημιουργία της ονειρικής ατμόσφαιρας που αποπνέουν οι μελωδίες, ακόμη και αν ως στιχουργήματα δεν έχουν το στοχαστικό βάθος του λόγου άλλων μεγάλων στιχουργών. Λέξεις που χρησιμοποιεί κατά κόρον και ο Νίκος Γκάτσος· η γνωριμία τους χρονολογείται από το 1943, συνεπώς εξηγείται αυτή η αλληλεπίδραση. Καταφέρνουν όμως και οι δύο –πρωτίστως βεβαίως ο καθ’ ύλην αρμόδιος, ο Νίκος Γκάτσος– να φτιάχνουν «με ένα μικρό σχετικά λεξιλόγιο έναν ολόκληρο κόσμο», όπως πολύ εύστοχα έχει εκφραστεί για τη στιχουργική του Γκάτσου η στιχουργός και σύντροφος της ζωής του, η Αγαθή Δημητρούκα (6).

Ο Χατζιδάκις εμπνέεται από την αγνότητα και τη σοφία της φύσης (και κατ’ επέκταση θεματικά και στιχουργικά από το δημοτικό τραγούδι) και την εντάσσει συνεχώς μέσα στα τραγούδια του σχετίζοντάς τη με τον άνθρωπο: Κάθε κήπος έχει μια φωλιά για τα πουλιά, κάθε δρόμος έχει μια καρδιά για τα παιδιά (Οδός Ονείρων).

Το πέλαγο είναι βαθύ κι η αγάπη είναι μεγάλη (Το πέλαγο είναι βαθύ). Το φεγγάρι είναι κόκκινο, το ποτάμι είναι γαλάζιο κι η αγάπη μου στα χέρια σου είναι κάτασπρο πουλί (Το φεγγάρι είναι κόκκινο). Κυπαρισσάκι είν’ αψηλό το παλικάρι π’ αγαπώ (Κυπαρισσάκι). Αυτή η αγάπη και η εμμονή του στη φύση, η προβολή της στη ζωή του ανθρώπου, διαφαίνεται και στην επιλογή των ερωτικών ποιημάτων που μελοποιεί στον Μεγάλο Ερωτικό.

Για παράδειγμα: Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι (Ελένη, Οδυσσέας Ελύτης), Ποιος είν’ τρελός από έρωτα / ας κάνει λάκκους στην αυγή (Γιώργος Σαραντάρης), Λιανοτράγουδα κ.ά.

Το δεύτερο στοιχείο είναι η απουσία, σε πρώτο όμως επίπεδο, της επικαιρότητας –ως πηγή έμπνευσης– και του θυμού ή της οργής που αυτή επιφέρει. Με άλλα λόγια, αν και στα άρθρα και στις συνεντεύξεις και σε κάθε άλλο δημόσιο λόγο του εκφράζει καθαρή πολιτική σκέψη και θέση, στους στίχους του εμφανίζεται αποστασιοποιημένος, όχι από τη σκέψη ή τη θέση, αλλά από το διδακτισμό, τον δημοσιογραφικό χαρακτήρα και το εξεγερτικό ύφος που μπορεί να έχει ένα κοινωνικοπολιτικό τραγούδι.

Ακόμα και όταν γράφει την Εποχή Της Μελισσάνθης, ένα βαθύτατα πολιτικό έργο, με αληθινά και αυτοβιογραφικά στοιχεία, προσπαθεί να κρατήσει την ιδιωτικότητά του μέσα από τους στίχους και να εξηγήσει την ιστορική του διάσταση μέσα από τα εισαγωγικά κείμενα του δίσκου. Αυτή είναι και η άποψη της Μαρίας Φαραντούρη, ερμηνεύτριας του έργου: «Όλο το έργο είναι το χρονικό ενός πικρού καιρού και αποτελεί απεικόνιση και αναπαράσταση των πρώτων ημερών της Ελλάδας μετά τη γερμανική κατοχή.

Είναι τόσο συλλογικό στο ιστορικό του πλαίσιο, όσο και προσωπικό για τον Μάνο, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος δεν ήθελε να δώσει ιστορικές διαστάσεις». (7) Χιλιάδες άνθρωποι χυμένοι / στον μεγάλο δρόμο από άσφαλτο / τραυματισμένον από μικρές χρωματιστές σημαίες και Τα βρέφη πίνουμε χολή / κι οι μάνες πάνω στις καμένες στέγες / ταΐζουν με τα ψίχουλα παιδιά / και προσπαθούν να πιουν τη βροχή σταλιά σταλιά. Δεν διδάσκει την εξέγερση, την εκμαιεύει. Δεν ζητά την οργή, τη συζητά.

Όπως δεν διστάζει να συζητήσει –με άλλα λόγια να ανοίξει διάλογο– με όλα τα μεγάλα προβλήματα της εποχής του σε πολιτικό και καλλιτεχνικό επίπεδο. Και όλα αυτά, ως μάθημα προς τους άλλους. Αλλά με ποια έννοια; Με αυτή που ίδιος οροθετεί: «Γιατί πάντα είναι μάθημα, όταν επιχειρεί κανείς ν’ αποδείξει το αυτονόητο και το αποδεδειγμένο. Και το μάθημα είναι ακριβώς η διαδικασία της αποδείξεως». (8)

Αλήθεια, σήμερα ποιος προσπαθεί να αποδείξει και τι; Κυρίως όμως σε ποιον; Μήπως χάθηκαν οι αξιόπιστοι κριτές ή επαναπαύτηκαν οι κρινόμενοι; Μάλλον συνέβη αυτό που περιγράφει στην Εποχή Της Μελισσάνθης: Πού είσαι, πες μου; / Εδώ, μακριά σου... (Ένα ρολόι στο καπηλειό).

Επιστρέφω στους στίχους του. Το τρίτο στοιχείο που μπορεί να διακρίνει κανείς είναι η θεατρικότητά τους, ασφαλώς εξαιτίας και του περιβάλλοντος για το οποίο προορίζονταν, δηλαδή τις μουσικοθεατρικές παραστάσεις. Αυτοί οι στίχοι διαθέτουν μεγαλύτερη αμεσότητα, είναι πιο ευθύβολοι, με έντονα τα στοιχεία της ειρωνείας και του σαρκασμού.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα ο γνωστός Ηθοποιός από την Οδό Ονείρων (1962) και οι στίχοι του στο δίσκο Πορνογραφία, ένα μουσικό θέαμα που ανέβηκε στο θέατρο Σούπερ Σταρ τον Οκτώβριο του 1982: Η Ελλάδα σού μοιάζει Μπλανς Επιφανί/ διαθέτει ήθος, αφέλεια, υπομονή/ κι αν τη βιάζουν τακτικά/ οι κατακτητές μ’ επιμονή/ τα καταφέρνει η ελληνίς Επιφανί/ να παραμένει πάντα/ παρθένος και γυμνή. Χαρακτηριστική βεβαίως και η περίφημη Μαριάνθη των Ανέμων: Μια χήρα από την Έφεσο δεν ήμουνα ποτές/ δεν είχα στρατιώτες για εραστές/ τα ζάρια μου τα έπαιξα στις φτωχογειτονιές/ και κέντησα τον πόνο με πενιές/ δεν μπόρεσα να γίνω ούτε γυναίκα ούτε ευτυχής/ δεν δούλεψα σε οίκους ανοχής/και μες στην αναδίπλωση της νέας εποχής/ απόμεινα μια ανάμνηση ατυχής (από τις Μπαλάντες Της Οδού Αθηνάς, 1983).

Μια φυσιογνωμία φελινική, (του αγαπημένου σκηνοθέτη του Χατζιδάκι) παρόλο που στους στίχους τού Χατζιδάκι δεν θα διακρίνουμε έντονα στοιχεία του ιταλικού νεορεαλισμού, αν και ήταν γνώστης τόσο του πνεύματος και των εκπροσώπων του μέσω του κινηματογράφου (Φελίνι, Βισκόντι, Ροσελίνι κ.ά.) όσο και των συνθηκών ζωής που περιγράφει αυτό το αισθητικό κίνημα (αρκεί να θυμηθεί κανείς το βιογραφικό του στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και της απελευθέρωσης: εργάζεται ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά, παγοπώλης, εργάτης στο εργοστάσιο ζυθοποιίας του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοοικονόμου, βοηθός νοσοκόμος στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο).

Σε αυτήν την τρίτη κατηγορία θα εντάξουμε και τους στίχους του για τα κινηματογραφικά έργα της πρώτης εποχής, στίχοι που μέσα στην αφέλεια, στην παιδικότητα και στην ελαφράδα τους, διεκδικούν τη χαμένη σήμερα αθωότητα και ως τέτοιους θα πρέπει να τους κρίνουμε: Κάθε άνθρωπο μονάχο/ κάθε άνθρωπο μαγκούφη/ θα τον έχουν οι άλλοι / πάντοτε για κλοτσοσκούφι.

Ο επίλογος πικρός αλλά ειλικρινής και βεβαίως δικός του: «Παίδες, πριν δεκαπέντε χρόνια με μιαν άλλη μουσική, σας είχα πει πως θα ξαγρυπνώ έξω απ’ τα σπίτια σας για να μαζεύω τα όνειρά σας. Τώρα κουράστηκα. Εσείς είτε ονειρεύεστε, είτε όχι, μπορείτε και ζείτε χωρίς εμένα. Δεν ανήκω ούτε στη ζωή σας ούτε στα όνειρά σας. Ακόμη κουράστηκα να πλέκω μουσικές απ’ την επιθυμία των σωμάτων σας. Προτιμώ να φύγω μακριά σας για πάντα. Ίσως συναντηθώ με μερικούς σοφούς που δεν τους ένιωσα όταν κι εγώ ήμουν νέος. Γεια σας, παίδες, γεια σας». Μάνος Χατζιδάκις, Παίδες, 1977.

Πηγές:
1.Απόσπασμα από το βιβλίο του Μάνου Χατζιδάκι Ο καθρέφτης και το μαχαίρι, εκδόσεις Ίκαρος, 1988.

2. Απόσπασμα από επιστολή που έστειλε ο Μάνος Χατζιδάκις, το 1971, στον Νίκο Κυπουργό.

3. Με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν στον επίσημο διαδικτυακό τόπο www.manoshadjidakis.gr

4. Απόσπασμα από το κείμενο του Θάνου Φωσκαρίνη Όταν ο Μάνος Χατζιδάκις γράφει, ειδική έκδοση του περιοδικού Δίφωνο, τεύχος 134, Νοέμβριος 2006.

5. Τη μορφή της γυναίκας στο έργο του Μάνου Χατζιδάκι έχει αναλύσει διεξοδικά στο βιβλίο του Φάρος στη Σιωπή ο δημοσιογράφος Βασίλης Αγγελικόπουλος, εκδόσεις Καστανιώτη, 1996.

6. Απόσπασμα από τη συνέντευξη της Αγαθής Δημητρούκα στο περιοδικό Δίφωνο, τεύχος 159.

7. Απόσπασμα από το κείμενο της Μαρίας Φαραντούρη Η εποχή της Μελισσάνθης, Μια γυάλινη ηρωίδα του Μεσοπολέμου, που βρισκόταν στην ειδική έκδοση 100 δίσκοι και η ιστορία τους, της εφημερίδας Καθημερινή και του Μελωδία fm 99,2

8.Απόσπασμα από το βιβλίο του Μάνου Χατζιδάκι Τα σχόλια του Τρίτου», εκδόσεις Εξάντας, 1983.