promotional banner

Τι συμβαίνει με την ελληνική Reggae σκηνή;


Του Στέλιου Χατζηιωάννου

Υπάρχουν αυθεντικοί πιστοί του Μπομπ Μάρλεϊ στην πατρίδα μας. Και στην επιφάνεια και υπογείως.

Η Ελλάδα πιάνει τον παλμό της ρέγγε λίγο καθυστερημένα, και συγκεκριμένα τη χρονική περίοδο που το μουσικό αυτό κίνημα μετακομίζει στη Βρετανία, στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Σε κόντρα όλων των αντίξοων συνθηκών, εμφανίστηκαν δειλά κάπου το 1981 οι Sharp Ties. Αν και ο ήχος τους θεωρείται περισσότερο ποστ πανκ παρά ρέγγε, οι Sharp Ties υπήρξαν φαινόμενο για την Ελλάδα, αφού είχαν σπάσει ρεκόρ με την πώληση του πρώτου δίσκου τους. Ήταν η εποχή που η Μεγάλη Βρετανία είχε αρχίσει να προσθέτει εμβόλιμα, νταμπ και ρέγγε γραμμές μέσα στο πανκ. Συγκροτήματα όπως οι Clash και οι Specials πειραματίζονταν με το πάντρεμα δύο διαφορετικών ήχων και δύο διαφορετικών νοοτροπιών. Οι Sharp Ties, επηρεασμένοι από το νέο βρετανικό κύμα και από τους ασυνήθιστους πειραματισμούς τού David Byrne των Talking Heads, συνθέτουν το Get that Beat, το οποίο γίνεται επιτυχία. Μια επιτυχία που συστήνει στο κοινό ένα εναλλακτικό άκουσμα.

Το 1982 ο Τζίμης Πανούσης μάς τα μπλέκει λίγο με ροκ, ρέγγε, νησιώτικα κ.λπ. και τραγουδάει στο Παιδί του σωλήνα: Ένα μωρό με δυο κεφάλια και δυο κεραμίδια στα δυο του τα φρύδια, ο δότης μπαμπάς του ήταν στο ΕΚΚΕ και έχει λατέρνα που παίζει ρέγγε. Λίγο μετά επιχειρεί μια μετάφραση, σε τελείως ελεύθερη απόδοση, στην ποπ-ρέγγε επιτυχία Suzanna των Art Company. Αν και τα γεγονότα δεν φαίνονται να συνδέονται μεταξύ τους, υπάρχει μια αλληλεπίδραση μεταξύ των ειδών, η οποία στην ουσία οδηγεί σε αυτό που αργότερα θα θεωρηθεί το ξεκίνημα της ελληνικής ρέγγε σκηνής.

Το 1986 ο Rankin Johnny και ο Dread Power εισάγουν στην Ελλάδα την κουλτούρα των sound systems. Τα sound systems πρωτοεμφανίστηκαν κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1950 και έχουν διαδραματίσει έναν από τους σημαντικότερους ρόλους στη διάδοση της ρέγγε μουσικής, ενώ θεωρούνται ο πρόδρομος της χιπ-χοπ κουλτούρας. Αποτελούνται από μια ομάδα ανθρώπων –μια μπάντα αν θέλετε– η οποία, αντί για μουσικούς, απαρτίζεται από dj’s, μηχανικούς ήχου και mc’s (είναι αυτοί που αναλαμβάνουν την επικοινωνία με το κοινό, τραγουδώντας, ραπάροντας ή μιλώντας με πεζό λόγο πάνω από προηχογραφημένα μέρη σκα, rock steady και ρέγγε).

Ο Rankin Johnny και ο Dread Power ξεκίνησαν με το όνομα Athens Hi Power παίζοντας σε πάρτι, κλαμπ και σε ρέγγε βραδιές της Αθήνας, ενώ λίγο μετά ανοίγουν για τους De Trace, το πρώτο ελληνικό σκα-ρέγγε συγκρότημα. Όταν το ’89 εισέρχονται δύο μέλη, η Miss Rudy και η Lady Ragamuffin, τότε μετονομάζονται σε THC Sound System, ενώ εξελίσσονται μέσα από συνεργασίες με κιθαρίστες και κρουστούς, με αποτέλεσμα ο ήχος τους να γίνει πιο ζωντανός. Μέχρι σήμερα οι THC παραμένουν ενεργοί και έχουν προσφέρει πολλά στην ελληνική ρέγγε σκηνή, ενώ οι συνεργασίες τους τόσο με εγχώρια ονόματα όσο και με διεθνή, όπως με τον Lee «Scratch» Perry, τον Gregory Isaacs, τον Dennis Brown, τον Mad Professor και τους Wailers, έβαλαν την Ελλάδα στο χάρτη της παγκόσμιας ρέγγε σκηνής.

Το κίνημα ανδρώνεται

Το 1990 ο Βασίλης Σαββόπουλος, γνωστός ως Jah Smiley, επηρεασμένος από το τραγούδι Soul fire του Lee «Scratch» Perry, ιδρύει μαζί με τους King John στα ντραμς και τον T-Wise στο μπάσο, τους Soulfire, οι οποίοι είναι η πρώτη επίσημα ελληνική μπάντα που παίζει καθαρό ρέγγε, με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Αρχικά παίζουν διασκευές κομματιών του Bob Marley και του Max Romeo, για να τους ανακαλύψει ο Mad Professor και, εντυπωσιασμένος από τη μουσική τους, να αναλάβει το 2004 την παραγωγή του πρώτου τους άλμπουμ, με ομώνυμο τίτλο. Στο άλμπουμ συμμετέχουν ο ντράμερ Sinclair των Robotics του Lee «Scratch» Perry, ενώ δανείζουν τις φωνές τους οι Aisha Cofi και Mafia του σχήματος Mafia & Fluxy μαζί με τον mc Fredi Kruga.

Άλλη μια μεγάλη μπάντα από τη Θεσσαλονίκη είναι οι One Drop Forward, οι οποίοι ξεκίνησαν το 1991, παίζοντας σε ελεύθερους χώρους και σε πανεπιστήμια, για να παρουσιάσουν την ελληνική ρέγγε σε Βαρκελώνη, Μπιλμπάο, Σαραγόσα, Ανκόνα. Με leader τον Stefanatty και μια γερή ομάδα καλών μουσικών, όπως ο Moukas, ο Migiagi, ο Maquito, ο Ziga και άλλοι, οι ODF πιάνουν πραγματικά τη ρέγγε νοοτροπία, τον ρέγγε ήχο· θεωρώ πολύ επιτυχημένη τη χημεία μεταξύ των μελών, που βγάζουν ένα πολύ καλό ηχητικό αποτέλεσμα. Έχοντας παίξει σε αρκετά αντιρατσιστικά φεστιβάλ, στο πρώτο και στο δεύτερο Rastavibe Festival καθώς και στο πρώτο και στο δεύτερο Africa Festival και δίπλα σε μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας ρέγγε, όπως οι Max Romeo, Dennis Alcapone, Mad Professor, Culture, Dub inc, Groundation, Alpha Blondy, Majek Fajek και άλλοι, υπήρξαν μια από τις πιο επιδραστικές μπάντες της εγχώριας σκηνής.

Το έργο συνεχίζεται με νέα συγκροτήματα, όπως οι Radical Gee and the Moving Target, ένα υποσχόμενο νταμπ ρέγγε συγκρότημα, ή οι Global Vibe, οι οποίοι, με ήχο πιο φανκ και με αρκετά στοιχεία από ποπ και σόουλ, δημιουργήθηκαν το 2002, για να αποτελέσουν μια από τις πιο καλές ρέγγε απόψεις στην πατρίδα μας. Αν και η μπάντα ακόμα μεταλλάσσεται με αντικαταστάσεις μελών, ο ήχος τους είναι αρκετά δεμένος. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι σειρές, οι Global Vibe εργάζονται πάνω στον πρώτο τους δίσκο, με πιο κλασικό ήχο και root διάθεση. Άλλη μια αξιοπρόσεκτη μπάντα είναι οι Κακό Συναπάντημα, που εκφράζονται με την αμεσότητα του ελληνικού στίχου και πατούν σε ρέγγε-χιπ-χοπ βάσεις. Έχουν συμμετάσχει σε διάφορα φεστιβάλ και έχουν δώσει παραστάσεις σε πανεπιστημιακούς και ελεύθερους χώρους. Το 2004 εξέδωσαν demo που διανεμήθηκε από χέρι σε χέρι, ενώ το 2008 έβγαλαν το πρώτο τους cd.

Οι Atiko Minus Project, τους οποίους απαρτίζουν τρία άτομα, ως βασική επιρροή έχουν την ευρωπαϊκή νταμπ σκηνή, καθώς και την κουλτούρα των sound systems της τζαμαϊκανής ρέγγε. Ο ήχος τους πειραματίζεται με τη μείξη παλαιότερων και νέων στοιχείων, ενώ για να επιτύχουν αυτό το αποτέλεσμα χρησιμοποιούν ένα συνδυασμό μοντέρνων και vintage μηχανημάτων παράλληλα με ζωντανά όργανα και αυτοσχεδιασμούς. Άλλος ένας δημιουργός που εκφράζεται μέσω των sound systems και της ρέγγε παραγωγής είναι ο Professor Skank. Ίνδαλμά του υπήρξε ο Mad Professor, ενώ η δουλειά του στηρίζεται σε παρόμοιες τεχνικές, καθώς οι δυο τους έχουν συνεργαστεί. Με λάιβ παρουσία και support acts, όπως πέρυσι στους Zion Train, ο Professor Skank αποτελεί μια από τις εξέχουσες φυσιογνωμίες της ελληνικής νταμπ ρέγγε σκηνής.

Νέο κύμα και φαινόμενο Locomondo

Εδώ και λίγα χρόνια –και κυρίως μετά το 2000– αναζωπυρώνεται το ενδιαφέρον για μουσικές όπως η ρέγγε, το σκα και τα κουβανέζικα ακούσματα. Όλο και πιο πολύς κόσμος ασχολείται με τέτοιου τύπου μουσικές που δείχνουν να γίνονται βασικά ακούσματα μιας νέας γενιάς, η οποία παλαιότερα δεν είχε επαφή με αυτή την κουλτούρα.

Συγκροτήματα όπως οι Ojos de Bruhos, οι Ska Cubano, ο Manu Chao, οι Ska-P άρχισαν να γίνονται αγαπητά στη χώρα μας, αφού όλο και πιο πολύς κόσμος ασχολείται με διεθνείς μουσικές. Το νέο κίνημα συνδυάστηκε στενά με τις τεράστιες πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές των τελευταίων χρόνων, καθώς και με τα συλλαλητήρια σε διάφορες χώρες ενάντια στον καπιταλισμό και στις άσχημες συνθήκες διαβίωσης σε Αφρική και Ασία, καθώς και στις αστικές μεγαλουπόλεις, όπου η ζωή όσο πάει και δυσκολεύει.

Πολλοί ανακάλυψαν ξανά το σκα-πανκ, το οποίο υπήρξε βρετανικό μουσικό κίνημα της δεκαετίας του ’80. Συγκροτήματα όπως οι Sublime και οι Reel Big Fish ακούγονται ξανά από όλο τον κόσμο.

Στη χώρα μας αρχίζουν να ξεπηδούν νέα συγκροτήματα, τα οποία προσπαθούν να αγγίξουν τον παγκόσμιο παλμό, σπάζοντας τον κανόνα που θέλει στάνταρ όργανα σε μια μπάντα, όπως, για παράδειγμα, ντραμς, μπάσο, κιθάρα, πλήκτρα, φωνή. Ο Έλληνας καταπιάνεται πλέον με όργανα με τα οποία πριν από λίγα χρόνια ελάχιστοι ασχολιόνταν, όπως με σαξόφωνα, τρομπέτες, μαράκες και τουμπελέκια.

Από τα πολλά ονόματα που ξεπήδησαν αξίζει να αναφερθούμε στους σατιρικούς και γεμάτους ενέργεια Scaribas, οι οποίοι παίζουν ένα κράμα σκα-πανκ-ρέγγε-χιπ-χοπ και kung-fu! Τραγούδια όπως τα Άσε με, μάνα, σηκώνω μοϊκάνα, Πάπιες, Κουκουβάγιες και άλλα έχουν αγαπηθεί από το ελληνικό κοινό, ενώ οι συναυλίες τους είναι ξεσηκωτικές και ανεπανάληπτες.

Οι πειραματισμοί μεταξύ ελληνικών μουσικών γραμμών και ρυθμών της Καραϊβικής γεννούν τους Locomondo, με την πλάστιγγα να γέρνει προς τη ρέγγε, αλλά και με τα ελληνικά στοιχεία να είναι κάτι περισσότερο από εμφανή. Σε πολλά τραγούδια τους οι Locomondo μπερδεύουν τα δύο μουσικά είδη και αποκτούν ευρεία αναγνώριση. Όργανα όπως το μπουζούκι, ο μπαγλαμάς και η γκάιντα ακούγονται σε όλες τις δουλειές που έχουν εκδώσει από το 2004 μέχρι σήμερα. Αρχικά έπαιζαν σε μικρούς συναυλιακούς χώρους, ενώ αργότερα τους ανακάλυψε ο παραγωγός Άκης Γκολφίδης και μαζί ηχογράφησαν το Ένας Τρελός Κόσμος.

Γίνονται όμως γνωστοί στο κοινό όταν τα ραδιόφωνα αρχίζουν και μεταδίδουν την επιτυχία Πίνω μπάφους και παίζω Pro, ένα τραγούδι το οποίο σατιρικά σκιαγραφεί την κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας. Οι Locomondo ηχογραφούν το δίσκο 12 Μέρες Στην Τζαμάικα, διασκευάζοντας σε ρέγγε τόνους τη Φραγκοσυριανή, ενώ το 2007 και το 2008, αντίστοιχα, εκδίδουν τα Me wanna dance και το σάουντρακ της ταινίας Γαμήλιο πάρτι.

Έχουν παίξει σε πολλές ευρωπαϊκές και ελληνικές σκηνές μαζί με καλλιτέχνες όπως ο Manu Chao, οι Skatalites, οι Amparanoia, οι Chumbawamba, ο Alpha Blondie και οι Wailers. Επίσης έχουν συνεργαστεί με ονόματα όπως οι Natty Bo των Ska Cubano και ο Amaro Sanchez των Amparanoia καθώς και με τους Έλληνες πρωτεργάτες Jah Smiley και Stefanatty. Οι συναυλίες τους εκπέμπουν ενέργεια και χιούμορ, ενώ υπάρχει συνεχή αλληλεπίδραση με το κοινό. Στην ουσία οι Locomondo μετέτρεψαν τη ρέγγε στην Ελλάδα από άκουσμα των λίγων σε άκουσμα των πολλών.

Όχι μόνο ήχοι

Η ρέγγε είναι μια μουσική με βαθύτατο κοινωνικό και διεθνιστικό χαρακτήρα. Αν απολέσει αυτό το χαρακτηριστικό της στοιχείο, θα καταλήξει άλλη μια εύπεπτη μουσική που ακούγεται απλά για να ακούγεται. Έτσι και η ελληνική ρέγγε σκηνή δεν είναι μονάχα μια σκηνή μουσικών και τραγουδιστών, κενή νοημάτων. Εκτός των άλλων, συμμετέχει ενεργά με εκδηλώσεις και συναυλίες σε φεστιβάλ που εκφράζουν κοινωνικούς προβληματισμούς και καταθέτει προτάσεις με φαντασία και υπευθυνότητα.