Κεμάλ Ατατούρκ - Μάθετε ποιος ήταν
Ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ (Θεσσαλονίκη 1881 - Κωνσταντινούπολη 10 Νοεμβρίου 1938) ήταν Τούρκος στρατιωτικός και πολιτικός. Ήταν ιδρυτής και πρώτος πρόεδρος της τουρκικής δημοκρατίας. Ουσιαστικά ανέλαβε, πραξικοπηματικά, σε μια διαμελισμένη Οθωμανική αυτοκρατορία, της οποίας το εναπομείναν υπόλοιπο των εδαφών της, στην Ανατολία, κατόρθωσε να μετατρέψει σε κράτος δυτικού πρότυπου ονομάζοντάς το Τουρκία.
Προκειμένου να εφαρμόσει την πολιτική του, δεν δίστασε να διαπράξει αγριότητες όπως η γενοκτονία των Αρμενίων και των Ποντίων Ελλήνων. Θεωρείται παρόλα αυτά χαρισματικός ηγέτης, του οποίου η μορφή, σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, συγκαταλέγεται ανάμεσα στις σημαντικότερες προσωπικότητες που επηρέασαν καθοριστικά με την παρουσία τους τον 20ό αιώνα. Απο τον λαό ο Κεμάλ προσέλαβε τον χαρακτηρισμό «Ατατούρκ», που σημαίνει «πατέρας των Τούρκων».
Εικάζεται ότι γεννήθηκε την 12η Μαρτίου του 1881 στην Πάνω Πόλη της τότε τουρκοκρατούμενης Θεσσαλονίκης και το όνομα του ήταν Μουσταφά. Η ακριβής ημερομηνία γέννησης δεν είναι γνωστή. Όταν ρωτήθηκε απο τα μέλη συγγραφικής ομάδας εγκυκλοπαίδειας απάντησε πως γεννήθηκε τη 19η Μαΐου του 1919, δηλαδή την ημέρα που αποφάσισε να γίνει αντάρτης. Πατέρας του ήταν ο Αλβανός μουσουλμάνος Αλή Ριζά ή Ριζί, τελωνειακός υπάλληλος, που πέθανε όταν ο Μουσταφά ήταν επτά ετών, και μητέρα του η Ζουμπεϊντέ Χανίμ. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του κατέφυγε στο σπίτι του αδερφού της στην επαρχία, και συγκεκριμένα στο χωριό Χρυσαυγή του Λαγκαδά, απ'οπου έφυγε μετά απο λίγα χρόνια, επιστρέφοντας πάλι στη Θεσσαλονίκη.
Στα δώδεκα του χρόνια και παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του, ο Μουσταφά εισήχθηκε στην κατώτερη στρατιωτική σχολή της Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή του Μοναστηρίου, για να καταλήξει το 1889 στην Αυτοκρατορική Στρατιωτική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης από την οποία εξήλθε το 1902. Αμέσως μετά εισήχθηκε στη Σχολή Ειδικής Εκπαίδευσης του Γενικού Επιτελείου, όπου το 1904 αποφοίτησε με τον βαθμό του λοχαγού. Κατα τη διάρκεια της φοίτησής του στη στρατιωτική σχολή της Θεσσαλονίκης διακρίθηκε στα μαθηματικά και ύστερα απο προτροπή ενός δασκάλου του, που συμπτωματικά ονομαζόταν Μουσταφά, υιοθέτησε το όνομα Κεμάλ, που σημαίνει ωριμότητα και τελειότητα. Απο εκείνη την εποχή οι πολιτικές του απόψεις ήταν αντίθετες προς το Οθωμανικό κράτος και γι'αυτό είχε αρχίσει να εκδίδει πολιτική εφημερίδα, η οποία μοιραζόταν στους συμμαθητές του, ενάντια στο τότε καθεστώς.
Το 1905 διορίστηκε υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου της Ακαδημίας στην Κωνσταντινούπολη αλλά θεωρήθηκε αντίθετος προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία με αποτέλεσμα να φυλακιστεί για λίγους μήνες και έπειτα να σταλεί, ουσιαστικά να εξοριστεί, στο 5ο τάγμα Δαμασκού. Εκεί ίδρυσε ένα μυστικό πολιτικό σωματείο, το οποίο ονόμασε Vatan ve Hürriyet, που στα τουρκικά σημαίνει πατρίδα και ελευθερία. Κατάφερε να μυήσει αρκετούς αξιωματικούς και να δημιουργήσει παρακλάδια στη Θεσσαλονίκη. Όμως γρήγορα η επαναστατική κίνηση αποκαλύφθηκε και αναγκάστηκε να διαλύσει την οργάνωση. Στη συνέχεια μετατέθηκε στην Ιόππη.
Οι απόψεις για την συμμετοχή του Κεμάλ στο κίνημα των Νεότουρκων διίστανται. Θεωρείται οτι δεν έλαβε ενεργά μέρος στο κίνημα των Νεότουρκων αν και πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί πιστεύουν οτι την εποχή του ξεσπάσματος του κινήματος ο Κεμάλ βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, στην οποία εργάστηκε για την επιτυχία της επαναστατικής αυτής κίνησης και οτι έπειτα επέστρεψε στην Ιόππη. Πάντως βέβαιο είναι οτι στη συνέχεια ήρθε σε ρήξη με την ηγεσία των Νεότουρκων και παράτησε προσωρινά την πολιτική, στρέφοντας την προσοχή του στα στρατιωτικά.
Το 1911 στάλθηκε στη Λιβύη για να οργανώσει την αντίσταση ενάντια στους Ιταλούς και σύντομα διακρίθηκε στον Ιταλοτουρκικό πόλεμο. Παρά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το 1912, προβιβάσθηκε σε ταγματάρχη. Το ξέσπασμα του Α΄ Βαλκανικού πολέμου τον βρήκε στην Καλλίπολη, όπου λίγο αργότερα προάχθηκε σε αντισυνταγματάρχη και διορίστηκε στρατιωτικός ακόλουθος στη Σόφια της Βουλγαρίας. Στις επιχειρήσεις του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου κατάφερε να διακριθεί, με αποτέλεσμα να γίνει διοικητής του 2ου Σώματος Στρατού, με το οποίο υπηρέτησε στον Καύκασο στις επιχειρήσεις του 1916 και στη συνέχεια να προαχθή σε Πασά.
Συγκεκριμένα η μεγάλη διάκριση ήρθε στις πολεμικές επιχειρήσεις της χερσονήσου της Καλλίπολης ή των Δαρδανελίων το 1915, όταν ο Κεμάλ κατάφερε να αποκρούσει τις δυνάμεις της Αντάντ, και συγκεκριμένα τις Αγγλογαλλικές, εισπράτοντας σχόλια του τουρκικού τύπου όπως «υπερασπιστής του Ισλάμ» και «σωτήρας της Κωνσταντινούπολης».Έχοντας προβλέψει τη συγκεκριμένη κίνηση των συμμάχων, ο Κεμάλ είχε ζητήσει νωρίτερα να αναλάβει την διοίκηση της άμυνας της Ραιδεστού, τις οποίες ανέλαβε προαχθείς σε συνταγματάρχη, για να εφαρμόσει δικιά του αμυντικη τακτική. Το 1917, ως διοικητής του 2ου Αυτοκρατορικού Σώματος, νίκησε τους ήδη ανοργάνωτους από την επανάσταση, Ρώσους, στο μέτωπο του Καυκάσου, και ανέκοψε την προέλαση κάποιας Ρωσικής στρατιωτικής δύναμης αποσπώντας τις περιοχές Μπίτλις και Μους, οπότε και η Οθωμανική κυβέρνηση τον προήγαγε σε υποστράτηγο (Πασά).
Στη συνέχεια μετατέθηκε στο 7ο σώμα στρατού στην Παλαιστίνη και την Συρία, αλλά στις 7 Οκτωβρίου επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη για να συνοδεύσει τον διάδοχο του θρόνου, Μεχμέτ, στη Γερμανία. Κατα τη διάρκεια όμως του ταξιδιού αρρώστησε και αναγκάστηκε να παραμείνει για λίγο στη Βιέννη. Επέστρεψε στις 28 Αυγούστου του 1918 στη Παλαιστίνη, όπου μελέτησε αναλυτικά την κατάσταση στη Συρία. Ο ερχομός των Άγγλων ήταν θέμα χρόνου ενώ οι Οθωμανικές δυνάμεις ήταν φανερό οτι δεν μπορούσαν να τους αναχαιτίσουν. Σχολιάζοντας την όλη κατάσταση είπε: «είμαστε όπως ένα νήμα βαμβακιού που σύρεται στο μονοπάτι του». Μέσα σε λίγες μέρες ο Οθωμανικός στρατός είχε υποχωρήσει στην Ιορδανία ενώ χιλιάδες ήταν οι νεκροί. Αξίζει να σημειωθεί οτι την υποχώρηση την είχε οργανώσει ο Κεμάλ ενώ ταυτόχρονα είχε αναλάβει και τη διοίκηση του Νοτιο Ανατολικού μετώπου χωρίς όμως καμία επιτυχία. Σε εκείνη την υποχώρηση μόλις που κατάφερε να διαφύγει την αιχμαλωσία. Ύστερα απο αυτή την εξέλιξη, έστειλε ένα εξαγριωμένο τηλεγράφημα στον Σουλτάνο, όπου κατηγορούσε τους ανωτέρους του για την υποχώρηση και τις τεράστιες απώλειες του στρατού.
Στις 30 Οκτωβρίου του 1918 πραγματοποιήθηκε η ανακωχή του Μούδρου μεταξύ της Ανταντ και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την οποία όμως ο Κεμάλ θεώρησε ταπεινωτική για την πατρίδα του.
Το 1905 διορίστηκε υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου της Ακαδημίας στην Κωνσταντινούπολη αλλά θεωρήθηκε αντίθετος προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία με αποτέλεσμα να φυλακιστεί για λίγους μήνες και έπειτα να σταλεί, ουσιαστικά να εξοριστεί, στο 5ο τάγμα Δαμασκού. Εκεί ίδρυσε ένα μυστικό πολιτικό σωματείο, το οποίο ονόμασε Vatan ve Hürriyet, που στα τουρκικά σημαίνει πατρίδα και ελευθερία. Κατάφερε να μυήσει αρκετούς αξιωματικούς και να δημιουργήσει παρακλάδια στη Θεσσαλονίκη. Όμως γρήγορα η επαναστατική κίνηση αποκαλύφθηκε και αναγκάστηκε να διαλύσει την οργάνωση. Στη συνέχεια μετατέθηκε στην Ιόππη.
Οι απόψεις για την συμμετοχή του Κεμάλ στο κίνημα των Νεότουρκων διίστανται. Θεωρείται οτι δεν έλαβε ενεργά μέρος στο κίνημα των Νεότουρκων αν και πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί πιστεύουν οτι την εποχή του ξεσπάσματος του κινήματος ο Κεμάλ βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, στην οποία εργάστηκε για την επιτυχία της επαναστατικής αυτής κίνησης και οτι έπειτα επέστρεψε στην Ιόππη. Πάντως βέβαιο είναι οτι στη συνέχεια ήρθε σε ρήξη με την ηγεσία των Νεότουρκων και παράτησε προσωρινά την πολιτική, στρέφοντας την προσοχή του στα στρατιωτικά.
Το 1911 στάλθηκε στη Λιβύη για να οργανώσει την αντίσταση ενάντια στους Ιταλούς και σύντομα διακρίθηκε στον Ιταλοτουρκικό πόλεμο. Παρά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το 1912, προβιβάσθηκε σε ταγματάρχη. Το ξέσπασμα του Α΄ Βαλκανικού πολέμου τον βρήκε στην Καλλίπολη, όπου λίγο αργότερα προάχθηκε σε αντισυνταγματάρχη και διορίστηκε στρατιωτικός ακόλουθος στη Σόφια της Βουλγαρίας. Στις επιχειρήσεις του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου κατάφερε να διακριθεί, με αποτέλεσμα να γίνει διοικητής του 2ου Σώματος Στρατού, με το οποίο υπηρέτησε στον Καύκασο στις επιχειρήσεις του 1916 και στη συνέχεια να προαχθή σε Πασά.
Συγκεκριμένα η μεγάλη διάκριση ήρθε στις πολεμικές επιχειρήσεις της χερσονήσου της Καλλίπολης ή των Δαρδανελίων το 1915, όταν ο Κεμάλ κατάφερε να αποκρούσει τις δυνάμεις της Αντάντ, και συγκεκριμένα τις Αγγλογαλλικές, εισπράτοντας σχόλια του τουρκικού τύπου όπως «υπερασπιστής του Ισλάμ» και «σωτήρας της Κωνσταντινούπολης». Έχοντας προβλέψει τη συγκεκριμένη κίνηση των συμμάχων, ο Κεμάλ είχε ζητήσει νωρίτερα να αναλάβει την διοίκηση της άμυνας της Ραιδεστού, τις οποίες ανέλαβε προαχθείς σε συνταγματάρχη, για να εφαρμόσει δικιά του αμυντικη τακτική. Το 1917, ως διοικητής του 2ου Αυτοκρατορικού Σώματος, νίκησε τους ήδη ανοργάνωτους από την επανάσταση, Ρώσους, στο μέτωπο του Καυκάσου, και ανέκοψε την προέλαση κάποιας Ρωσικής στρατιωτικής δύναμης αποσπώντας τις περιοχές Μπίτλις και Μους, οπότε και η Οθωμανική κυβέρνηση τον προήγαγε σε υποστράτηγο (Πασά).
Στη συνέχεια μετατέθηκε στο 7ο σώμα στρατού στην Παλαιστίνη και την Συρία, αλλά στις 7 Οκτωβρίου επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη για να συνοδεύσει τον διάδοχο του θρόνου, Μεχμέτ, στη Γερμανία. Κατα τη διάρκεια όμως του ταξιδιού αρρώστησε και αναγκάστηκε να παραμείνει για λίγο στη Βιέννη. Επέστρεψε στις 28 Αυγούστου του 1918 στη Παλαιστίνη, όπου μελέτησε αναλυτικά την κατάσταση στη Συρία. Ο ερχομός των Άγγλων ήταν θέμα χρόνου ενώ οι Οθωμανικές δυνάμεις ήταν φανερό οτι δεν μπορούσαν να τους αναχαιτίσουν. Σχολιάζοντας την όλη κατάσταση είπε: «είμαστε όπως ένα νήμα βαμβακιού που σύρεται στο μονοπάτι του».Μέσα σε λίγες μέρες ο Οθωμανικός στρατός είχε υποχωρήσει στην Ιορδανία ενώ χιλιάδες ήταν οι νεκροί. Αξίζει να σημειωθεί οτι την υποχώρηση την είχε οργανώσει ο Κεμάλ ενώ ταυτόχρονα είχε αναλάβει και τη διοίκηση του Νοτιο Ανατολικού μετώπου χωρίς όμως καμία επιτυχία. Σε εκείνη την υποχώρηση μόλις που κατάφερε να διαφύγει την αιχμαλωσία. Ύστερα απο αυτή την εξέλιξη, έστειλε ένα εξαγριωμένο τηλεγράφημα στον Σουλτάνο, όπου κατηγορούσε τους ανωτέρους του για την υποχώρηση και τις τεράστιες απώλειες του στρατού.
Στις 30 Οκτωβρίου του 1918 πραγματοποιήθηκε η ανακωχή του Μούδρου μεταξύ της Ανταντ και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την οποία όμως ο Κεμάλ θεώρησε ταπεινωτική για την πατρίδα του.
Στις 17 Νοεμβρίου του 1922 ο Σουλτάνος Μωάμεθ Στ΄ εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη, ουσιαστικά παραδίδοντάς την στην κυβέρνηση της Άγκυρας. Στις 29 Οκτωβρίου του 1923 ο Κεμάλ ορκίστηκε πρώτος πρόεδρος της, ενωμένης πια, Τουρκίας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι και το 1938, ημερομηνία θανάτου του, αφού προηγουμένως είχε κερδίσει τις εκλογές του 1927, 1931 και 1935. Βέβαια απο το 1930 είχε καταργήσει τα αντιπολιτευόμενα κόμματα με αποτέλεσμα το δικό του, το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα, να είναι μόνο του στην βουλή.
Κατά τη διάρκεια της προεδρικής του θητείας ο Κεμάλ αναμόρφωσε και εκσυγχρόνησε την χώρα του, πραγματοποιώντας ριζοσπαστικές αλλαγές. Γενικά οι μεταρρυθμίσεις του είχαν σκοπό να μετατρέψουν την Τουρκία σε σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα βασισμένη στα δυτικά πρότυπα και πλήρως απελευθερωμένη απο την θρησκεία. Μια απο τις πρώτες του ενέργειες ήταν να καταργήσει το 1924 το Χαλιφάτο και να κλείσει τα ιδρύματα που λειτουργούσαν βάση της ισλαμικής νομοθεσίας. Στη συνέχεια απαγόρευσε την πολυγαμία, τον φερετζέ και το φέσι ενώ το 1928 επέβαλλε το λατινικό αλφάβητο. Το 1938 με νόμο υποχρέωσε τον κάθε Τούρκο να αποκτήσει οικογενειακό επώνυμο, κρατώντας για τον εαυτό του το Ατατούρκ, δηλαδή πατέρας των Τούρκων. Επίσης με δικές του νομοθετικές ρυθμίσεις αναβάθμισε τον ρόλο των γυναικών, δίνοντάς τους το δικαίωμα ψήφου, και θέσπισε την ισότητα των δύο φύλων, ενώ επί της θητείας του καθιερώθηκε και το γρηγοριανό ημερολόγιο. Το 1934 επέτρεψε την εκλογή γυναικών στα δημόσια αξιώματα. Σημαντικές ήταν και οι προσπάθειες του για ανύψωση του εθνικού φρονήματος των Τούρκων. Για να το πετύχει χρησιμοποίησε το εκπαιδευτικό σύστημα, αναβαθμίζοντας τον ρόλο του μαθήματος της ιστορίας, και περιόρισε σημαντικά την θρησκευτική επιρροή. Στο διπλωματικό κομμάτι ο Κεμάλ προχώρησε με το σύνθημα «Ειρήνη στο εσωτερικό και ειρήνη στον κόσμο», πολιτική η οποία σε γενικές γραμμές πέτυχε, αφού η Τουρκία διατήρησε ειρηνικές σχέσεις με τους γείτονες της. Αξίζει να σημειωθεί οτι το 1936 η Τουρκία πέτυχε την υπογραφή της Συνθήκης του Μοντρέ, με την οποία ανέκτησε τον έλεγχο των Στενών και η οποία θεωρήθηκε σπουδαία επιτυχία της Κεμαλικής κυβέρνησης και γενικά της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Λίγο πριν πεθάνει είχε ταξιδέψει στην Γιάλοβα για ανάρρωση, αφού λόγω του πάθους του με το αλκοόλ έπασχε από κίρρωση του ήπατος. Απεβίωσε στις 9.05 το πρωί της 10ης Νοεμβρίου του 1938 απο κίρρωση του ήπατος στο Παλάτι Dolmabahçe στην Κωνσταντινούπολη και κηδεύτηκε με λαμπρές τιμές. Χαρακτηριστικό είναι ότι 17 χώρες έστειλαν ειδικούς αντιπροσώπους για να παρακολουθήσουν την κηδεία του. Είναι θαμμένος στο Ανίτκαμπιρ, μαυσωλείο που κατασκευάστηκε ειδικά γι'αυτόν, στην Άγκυρα. Είχε παντρευτεί μια φορά το 1923 αλλά χώρισε δύο χρόνια αργότερα. Είχε υιοθετήσει 8 παιδιά, εκ των οποίων η Sabiha Gökçen έγινε μετέπειτα η πρώτη γυναίκα πιλότος στον κόσμο. Το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Ατατούρκ δωρήθηκε από το δήμο Θεσσαλονίκης στο Τουρκικό κράτος το 1935 και έκτοτε φιλοξενεί το Μουσείο Ατατούρκ.