Γράφει ο Γιώργος Αγγελόπουλος
Ευεργετική τη θεωρούν επιστήμονες, όμως οι κυβερνήσεις δεν πείθονται
Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει πολύς λόγος για ...
τη βιταμίνη D. Το 2007, μια ανάλυση των ερευνών για τη βιταμίνη αυτή είχε δείξει πως οι άνθρωποι με υψηλά επίπεδα βιταμίνης D έχουν έως και κατά 50% λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν καρκίνο του παχέος εντέρου (κολοορθικός καρκίνος).
Μια άλλη μελέτη του 2007 είχε δείξει πως οι γυναίκες που ελάμβαναν 1.100 ΙU (διεθνείς μονάδες) βιταμίνης D ημερησίως μαζί με συμπλήρωμα ασβεστίου μείωσαν κατά 60% τον συνολικό κίνδυνο να προσβληθούν από καρκίνο. Και δεν είναι μόνον η πρόληψη του καρκίνου.
Χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D έχουν συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο οστεοπόρωσης, καρδιοπάθειας, σκλήρυνσης κατά πλάκας, διαβήτη τύπου 1, κατάθλιψης και ρευματοειδούς αρθρίτιδας, μεταξύ άλλων ασθενειών.
Από πρόσφατη μελέτη των ιατρικών δεδομένων άνω των 13.000 Αμερικανών φάνηκε ότι όσοι είχαν τα χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D είχαν 26% περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν μέσα σε διάστημα 8 ετών σε σχέση με αυτούς που είχαν υψηλότερα επίπεδα.
Ωστόσο ο Ράινχολντ Βάιετ, καθηγητής Εργαστηριακής Ιατρικής και Παθοβιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο και από τους επιφανέστερους ειδικούς στον κόσμο για τη βιταμίνη D, λέει στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» πως είναι απογοητευμένος.
Εκείνος και άλλοι συνάδελφοί του πιστεύουν πως μπορούν να αποδείξουν ότι η βιταμίνη αυτή μπορεί να βοηθήσει εκατομμύρια ανθρώπους να ζήσουν περισσότερο και υγιέστεροι, ωστόσο δεν καταφέρνουν να πείσουν τις κυβερνήσεις τους.
Κατά τη γνώμη του Βάιετ, οι τρέχουσες συστάσεις του Ινστιτούτου Ιατρικής που καθορίζει την επίσημη πολιτική για τη βιταμίνη D στις ΗΠΑ και στον Καναδά είναι εξοργιστικά χαμηλές- 200 ΙU ημερησίως για τους κάτω των 50 ετών, 400 ΙU για πρόσωπα ηλικίας 51-70 ετών και 600 ΙU για τους άνω των 71 ετών.
Ο Μπρους Χόλις, καθηγητής Παιδιατρικής στο Ιατρικό Πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας, χαρακτηρίζει «ανέκδοτο» την πρόταση για τις 400 ΙU ημερησίως. Και τούτο διότι οι καλύτερες έρευνες δείχνουν ότι για να επιτευχθούν τα υψηλότερα επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα που συνδέονται με την πρόληψη ασθενειών, οι περισσότεροι ενήλικοι στις ΗΠΑ θα πρέπει να λαμβάνουν 1.000- 2.000 ΙU την ημέρα: πέντε ώς δέκα φορές περισσότερο απ΄ ό,τι οι σημερινές επίσημες συστάσεις για τους ενηλίκους.
Η βιταμίνη D ανακαλύφθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα καθώς οι επιστήμονες αναζητούσαν μια θεραπεία για τη ραχίτιδα, μια ασθένεια που μαλακώνει τα οστά των παιδιών, με αποτέλεσμα να παραμορφώνονται. Είχε διαπιστωθεί πως τα παιδιά στις πόλεις ήταν πιθανότερο να πάσχουν από ραχίτιδα απ΄ ό,τι τα παιδιά στην ύπαιθρο.
Και στη δεκαετία του 1920 επιστήμονες στις ΗΠΑ και στη Βρετανία συνειδητοποίησαν πως η ραχίτιδα προκαλούνταν από έλλειψη βιταμίνης D, που στα παιδιά της πόλης προκαλούνταν από την ανεπαρκή έκθεση στον ήλιο. Τις άλλες βιταμίνες τις παίρνουμε από την τροφή μας· όμως ενώ είναι δυνατό να πάρουμε τη βιταμίνη D από λιπαρά ψάρια και μερικά άλλα τρόφιμα, το μεγαλύτερο μέρος της βιταμίνης αυτής που υπάρχει στο σώμα μας δεν προέρχεται από τη δίαιτά μας, αλλά από μια χημική διαδικασία που συμβαίνει όταν οι υπεριώδεις ακτίνες του ήλιου πέφτουν στο δέρμα μας.
Οι πρώτες πραγματικές ενδείξεις για τις αντικαρκινικές ιδιότητες της βιταμίνης D προέκυψαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Οι επιστήμονες διαπίστωσαν αργότερα ότι η βιταμίνη D αλληλεπιδρά με έναν ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό γονιδίων και έχει την ικανότητα να τα «ενεργοποιεί» και να τα «απενεργοποιεί».
Αυτά τα νέα δεδομένα για τα οφέλη από τα υψηλότερα επίπεδα της βιταμίνης D στον οργανισμό καθιστούν προφανές το ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να προσαρμόσουν τις συστάσεις τους για τη συνιστώμενη καθημερινή ποσότητα. Όμως ο δρ Βάιετ και άλλοι υποστηρικτές της μεγαλύτερης πρόσληψης βιταμίνης D πιστεύουν ότι οι αλλαγές στις οδηγίες θα είναι πολύ μικρές.
Τα χρήματα εμπόδιο για την έρευνα
Το πρόβλημα είναι πως οι δοκιμές που θα μπορούσαν να πείσουν αυτούς που καθορίζουν την πολιτική να αυξήσουν τις συνιστώμενες δόσεις βιταμίνης D για τα παιδιά και τους ενηλίκους μπορεί να μη γίνουν ποτέ. Υπάρχουν διάφορα εμπόδια στην έρευνα αυτή, αλλά το απλούστερο και μεγαλύτερο όλων είναι τα χρήματα.
Η βιταμίνη D είναι φτηνή και εύκολο να παρασκευαστεί. Μια φιάλη με 180 κάψουλες των 1.000 ΙU μπορεί να αγοραστεί στο Ίντερνετ έναντι περίπου 10 ευρώ. Κατά συνέπεια, καμιά φαρμακευτική εταιρεία δεν πρόκειται να διαθέσει τα πολλά εκατομμύρια δολάρια που είναι απαραίτητα για να γίνουν οι δοκιμές. «Καμιά φαρμακευτική εταιρεία δεν θα το κάνει», λέει ο Μάικλ Γκλέιμερ, ερευνητής στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ.
«Γιατί να θελήσουν να προωθήσουν τη βιταμίνη D; Είναι φτηνή και δεν καλύπτεται από άδεια ευρεσιτεχνίας»
[πηγή: εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ]