Οι υψηλές σε λιπαρά και χαμηλές σε υδατάνθρακες δίαιτες, όπως η ‘Ατκινς, καθώς και αυτές με χαμηλά λιπαρά και υψηλούς υδατάνθρακες φαίνεται πως βοηθούν τους ανθρώπους στην απώλεια βάρους.
Ωστόσο, τι γίνεται με τη διάθεση; Μόνο οι δίαιτες που είναι χαμηλές σε λιπαρά οδηγούν μακροπρόθεσμα σε βελτίωση της διάθεσης, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύεται στο περιοδικό ‘Archives of Internal Medicine.’
Άνθρωποι που ακολούθησαν μια από τις δυο δίαιτες κατανάλωσαν περίπου τον ίδιο αριθμό θερμίδων.
Μια δίαιτα πολύ χαμηλή σε υδατάνθρακες και υψηλή σε λιπαρά, καθώς και η συμβατική, υψηλή σε υδατάνθρακες και χαμηλή σε λιπαρά, είναι εξίσου αποτελεσματικές για την επιτυχία της απώλειας βάρους σε υπέρβαρους και παχύσαρκους, αναφέρει η έρευνα. Ο επικεφαλής της έρευνας, D. Brinkworth, δήλωσε ότι και τα δυο διαιτητικά σχήματα είχαν παρόμοια επίδραση στις νοητικές λειτουργίες που εξετάστηκαν, δηλαδή στη μνήμη και την ταχύτητα επεξεργασίας πληροφοριών.
Ωστόσο, η συμβατική δίαιτα που ήταν υψηλή σε υδατάνθρακες και χαμηλή σε λιπαρά φάνηκε να έχει περισσότερο θετική επίδραση στη διάθεση σε σύγκριση με τη διατροφή με χαμηλά επίπεδα υδατανθράκων και υψηλά λιπαρά.
Ο Dr. Ewald Horvath, του Πανεπιστημίου του Μαϊάμι, δήλωσε ότι η έρευνα είναι η πρώτη που δείχνει ταυτόχρονα, απώλεια βάρους και βελτίωση της διάθεσης.
Άλλες έρευνες ανακάλυψαν βραχυπρόθεσμη βελτίωση της διάθεσης σε ανθρώπους που έχασαν βάρος με διαφορετικές δίαιτες. Η νέα έρευνα, ανακάλυψε βελτίωση της διάθεσης τις πρώτες 8 εβδομάδες δίαιτας.
Ωστόσο, λίγες έρευνες έχουν εστιάσει σε μακροπρόθεσμες αλλαγές της διάθεσης σε ανθρώπους που χάνουν βάρος.
Στη νέα έρευνα, 106 υπέρβαροι και παχύσαρκοι ενήλικες ηλικίας 50 ετών κατά μέσον όρο ακολούθησαν μια από τις δυο δίαιτες για ένα χρόνο. Οι θερμίδες που προσλάμβαναν οι εθελοντές ήταν 1.433 έως 1.672 την ημέρα.
Ένα χρόνο αργότερα, η μέση απώλεια βάρους ήταν περίπου ίδια στις δυο ομάδες, δηλαδή 13,5 κιλά.
Μετά τις πρώτες 8 εβδομάδες, οι συμμετέχοντες στις δυο ομάδες έδειξαν βελτίωση της διάθεσης, η οποία διήρκεσε μόνο στην ομάδα που ακολούθησε τη χαμηλή σε λιπαρά δίαιτα. Ένα χρόνο αργότερα, η διάθεση των εθελοντών της ομάδας υψηλών λιπαρών επέστρεψε στα επίπεδα που βρισκόταν πριν την έναρξη της δίαιτας.
Όπως δήλωσε ο Brinkworth, ο ακριβής μηχανισμός για τις επιπτώσεις στη διάθεση που παρατηρήθηκε παραμένει άγνωστος σε μεγάλο βαθμό. Ωστόσο, αν ο μηχανισμός για την επιστροφή της διάθεσης προς περισσότερο αρνητικά επίπεδα μετά την απώλεια βάρους με τη δίαιτα πολύ χαμηλών λιπαρών σχετίζεται με αυτή τη δίαιτα, τότε μια δίαιτα με πολύ χαμηλά λιπαρά μπορεί ενδεχομένως να είναι ενδεδειγμένη για ανθρώπους που συνήθως καταναλώνουν χαμηλές ποσότητες υδατανθράκων.
Το μεγαλύτερο επίπεδο υδατανθράκων μπορεί να αυξήσει τη σεροτονίνη στον εγκέφαλο, ενώ η πρόσθεση λιπαρών και πρωτεΐνης μπορεί να μειώσει τις συγκεντρώσεις. Η σεροτονίνη είναι νευροδιαβιβαστής που παίζει ρόλο στη διάθεση.
Σύμφωνα με τον Brinkworth, η αλλαγμένη διάθεση επηρεάζει τις διαπροσωπικές σχέσεις και επομένως η υιοθέτηση διατροφής με πολύ χαμηλούς υδατάνθρακες μπορεί ενδεχομένως να έχει ψυχοκοινωνικές συνέπειες. Πρόσθεσε ότι δεν είναι εντελώς σαφής η εικόνα σχετικά με την επίδραση της διάθεσης στη μακροπρόθεσμη απώλεια βάρους. Ωστόσο, συνέχισε, πρόσφατη ανασκόπηση υπέδειξε ότι ένας από τους παράγοντες που ενδεχομένως μπορεί να αποτελούν κίνδυνο για δυσκολία στη μακροπρόθεσμη διατήρηση των χαμένων κιλών μπορεί να είναι η κατανάλωση φαγητού ως αντίδραση σε αρνητικά συναισθήματα και στρες.
Επομένως, πρόσθεσε, ότι καθώς η αρνητική διάθεση μπορεί να ενισχύσει τη λαιμαργία αυτό υποδεικνύει ότι η υιοθέτηση μιας δίαιτας πολύ χαμηλών ποσοτήτων υδατανθράκων, για διάστημα μεγαλύτερο του έτους, μπορεί ενδεχομένως να έχει επιπτώσεις στη διατήρηση των διατροφικών συνηθειών και της απώλειας βάρους. Επιπλέον, μακροχρόνιες έρευνες θα χρειαστούν για να επιβεβαιωθεί το παραπάνω.[Archives of Internal Medicine / iatronet]