promotional banner

Η έλλειψη του ενζύμου G6PD δεν επηρεάζει την άσκηση

Η έλλειψη της αφυδρογονάσης της 6-φωσφορικής γλυκόζης (G6PD) είναι από τις πιο συχνές ενζυμοπάθειες του πλανήτη, επηρεάζοντας περίπου 400 εκατομμύρια άτομα στον κόσμο. Η έλλειψη του συγκεκριμένου ενζύμου είναι πολύ συχνή και στην Ελλάδα, όπου υπολογίζεται ότι περίπου το 5% του πληθυσμού παρουσιάζει ολική ή μερική έλλειψη του ενζύμου, με τους άνδρες να παρουσιάζουν μεγαλύτερη συχνότητα.

Η Θεσσαλία -και κυρίως η δυτική Θεσσαλία- παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερη συχνότητα, με το ποσοστό ολικής ή μερικής έλλειψης να ξεπερνά το 10%, ενώ πιθανολογείται ότι η αιτία της μεγάλης συχνότητας συνδέεται με την παρουσία ελών στην περιοχή.

Στο εργαστήριο Βιοχημείας της Άσκησης του ΤΕΦΑΑ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και στο Ινστιτούτο Σωματικής Απόδοσης και Αποκατάστασης (ΙΣΑΑ) του Κέντρου Έρευνας, Τεχνολογίας και Ανάπτυξης Θεσσαλίας (ΚΕΤΕΑΘ), με επικεφαλής τον επίκουρο καθηγητή Βιοχημείας της Άσκησης, Θανάση Τζιαμούρτα, σχεδιάστηκαν μια σειρά από ερευνητικές εργασίες για να εξεταστεί η επίδραση της άσκησης στο οξειδωτικό στρες και την αιμόλυση, σε άτομα με έλλειψη G6PD.

Τα δεδομένα των εργασιών αυτών, όπως αναφέρει στο ΑΠΕ -ΜΠΕ ο κ. Τζιαμούρτας, υποδεικνύουν πως τα άτομα που έχουν την έλλειψη του ενζύμου G6PD δεν αναπτύσσουν αιμόλυση και οξειδωτικό στρες σε μεγαλύτερο βαθμό από τα υγιή άτομα ακόμα ακόμη και όταν κάνουν έντονη άσκηση, παρά το γεγονός ότι τα επίπεδα της γλουταθειόνης είναι χαμηλότερα.

Συγκεκριμένα, σε εργασίες όπου άτομα με έλλειψη G6PD έκαναν υπομέγιστη άσκηση 45 λεπτών και αξιολογήθηκε η μεταβολή του αριθμού των λευκών και ερυθρών αιμοσφαιρίων, δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά σε σχέση με τις μεταβολές που επήλθαν στα υγιή άτομα ούτε και μεγαλύτερη αιμόλυση.

Επιπροσθέτως, όταν αυτά τα άτομα έκαναν υπομέγιστη άσκηση και στη συνέχεια έντονη άσκηση, μέχρι εξάντλησης, δεν παρουσιάστηκαν σημαντικές διαφορές σε σχέση με τα υγιή άτομα σε δείκτες οξειδωτικού στρες και αιμόλυσης, μετά το τέλος της άσκησης.

Δεν παρατηρήθηκαν, επίσης, διαφορές και στον καθυστερημένο μυϊκό πόνο και σε δείκτες μυϊκής βλάβης και αιμόλυσης, έπειτα από άσκηση με αντιστάσεις. Φαίνεται, λοιπόν, πως τα άτομα με έλλειψη του ενζύμου G6PD μπορούν, σύμφωνα με τον καθηγητή, να κάνουν άσκηση και να αποκομίζουν τα θετικά οφέλη αυτής, χωρίς να υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος επιπλοκών από αυτή σε σχέση με τον υγιή πληθυσμό.

Απομένει, διαπιστώνει ο ίδιος, να εξεταστεί ο μηχανισμός με τον οποίο ο οργανισμός ενός ατόμου με έλλειψη G6PD ξεπερνάει την ένδεια σε γλουταθειόνη, που, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί ισχυρή αντιοξειδωτική ουσία του οργανισμού.

Το πιο συχνό κλινικό εύρημα είναι η αιμόλυση. Το πλασμώδιο της ελονοσίας, για να αναπτυχθεί, απαιτεί την παρουσία μιας ενδογενούς ουσίας που ονομάζεται γλουταθειόνη και μειωμένη συγκέντρωση της συγκεκριμένης ουσίας αποτρέπει την εμφάνιση της νόσου. Η μειωμένη ενεργότητα τους ενζύμου δρα, λοιπόν, προστατευτικά εναντίον της εξάπλωσης της νόσου.

Η γλουταθειόνη, όμως, αποτελεί και ισχυρό αντιοξειδωτικό του οργανισμού, που καταπολεμά τη δημιουργία των ελευθέρων ριζών, που σε μεγάλη συγκέντρωση μπορεί να προκαλέσουν ανεπανόρθωτες βλάβες σε κύτταρα του οργανισμού.

Η άσκηση αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα ανάπτυξης ελευθέρων ριζών και θεωρητικά τα ασκούμενα άτομα που παρουσιάζουν έλλειψη του G6PD μπορεί να υπολείπονται στον αντιοξειδωτικό τους μηχανισμό κατά τη διάρκεια της άσκησης.

Βασιζόμενοι σ' αυτό το θεωρητικό μοντέλο, ερευνητές, πριν από αρκετά χρόνια, πρότειναν τη μη-πραγματοποίηση άσκησης από άτομα που παρουσιάζουν την έλλειψη G6PD.

Ωστόσο, δεν υπήρχαν ερευνητικά δεδομένα, που να αποδεικνύουν τη σχέση μεταξύ της αυξημένης εμφάνισης οξειδωτικού στρες και της άσκησης.[πηγή]