«Στο Βιετνάμ πρέπει να κάνεις τρία πράγματα. Να φας σκύλο. Να πας με πουτάνα αλλά πριν το κάνεις όμως θα πρέπει να πιεις αίμα και να φας φίδι για να έχεις δυνάμεις. Θα γίνεις ok!»
Τα μηχανάκια περνούσαν δίπλα μου σαν δαιμονισμένα ενώ το «αλύχτημα» από τις κόρνες μέσα στον κουρνιαχτό εξασφάλιζαν στα μάτια μου αιμόστικτες ραβδώσεις πείσμονος αλκοολικού, που έκαναν τον καλοκάγαθο Βουόνγκ να με παρατηρεί με συγκατάβαση.
«Είσαι καλά Ηλίας» είπε με εκείνη την έντονα συριστική φωνή που τρυπάνισε το κεφάλι μου προκαλώντας του ένα ανηλεές σφυροκόπημα.
Μισοκοιμισμένος στο Ανόι, με το μούγκρισμα της τροπικής βροχής να έχει μόλις ξεφτίσει, περίμενα τον Φρέντρικ και τον Μπο, ενώ ένα σμάρι από μηχανάκια επικάλυπτε τα λόγια του Βουόνγκ.
«Θα γίνεις καλά σε λιγάκι» μου έλεγε το λεπτοκαμωμένο αγόρι με ένα πονηρό χαμόγελο να σχηματίζεται στο παιδικό του πρόσωπο.
«Στο Βιετνάμ πρέπει να κάνεις τρία πράγματα. Να φας σκύλο. Να πας με πουτάνα αλλά πριν το κάνεις όμως θα πρέπει να πιεις αίμα και να φας φίδι για να έχεις δυνάμεις. Θα γίνεις ok» έλεγε παρωδώντας την στύση.
Νανουρισμένος από τις αναμνήσεις μου του χαμογελούσα ειρωνικά ενώ πίσω από μια καμπουριασμένη γυναίκα με κωνικό καπέλο εμφανίζονταν οι δύο Σκανδιναβοί.
Ο αμίλητος Σουηδός Φρέντρικ και ο Δανός Μπο με το ελαφρύ ψεύδισμα στη φωνή του και την ακατάπαυστη λογοδιάρροια που δημιουργούσε ένα βούισμα στο μυαλό μου. Τους τυπικούς χαιρετισμούς διαδέχτηκε ένα μακρόσυρτο «Let’s go» του Μπο.
Το Λε Ματ θα «αχνοφαινόταν σε λίγο στον ορίζοντα.
Το χωριό των φιδιών, εκεί όπου καθημερινά ξεβράζονται αγεληδόν δεκάδες μεσήλικες τουρίστες αναζητώντας το Άγιο Δισκοπότηρο. Το «βιάγκρα των φτωχών». Το φίδι το οποίο θρασεύει την στύση.
Όταν το πρωί ο Βουόνγκ είχε, με έναν επίπλαστα αθώο τρόπο, αναφέρει το «μεγάλο μυστικό» ο Φρέντρικ μόρφασε αδιάφορα και ο Μπο χαμογελούσε πονηρά.
Ενώ η ξεθυμασμένη «Tiger» κυλούσε στα λαγούμια του στομαχιού μου από τις 11 το πρωί άρχισα τα παζάρια.
«Θα σου δώσω 100 000 VND (4,5 ευρώ)για να με πας εκεί το απόγευμα» του είπα αποφασιστικά για να εισπράξω ένα αποδοκιμαστικό βλέμμα του Βουόνγκ.
«No, no, no. 500 000 VND». Του δείχνω αυθόρμητα και τους τρεις μας. Το μακρύ νύχι στο μικρό δάκτυλο της δεξιάς χειρός του με γρατζούνισε στη χειραψία που επισφράγιζε την συμφωνία.
Ενώ το μίνι βαν διέσχιζε μια ανταριασμένη θάλασσα από ανάκατες πέτρες η αψιά μυρωδιά της εξάτμισης διείσδυε στα ρουθούνια μου.
Οι διαφημίσεις κινητών τηλεφώνων διάβαιναν τρεχάτες πάνω σε μισογκρεμισμένους τοίχους ενώ οι Βιετναμέζοι περπατούσαν ξέγνοιαστοι αδιαφορώντας από το πέπλο σκόνης που σκέπαζε τα πάντα.
Μια αστραπή τρεμόπαιξε στον ορίζοντα και ο άνεμος μούγκριζε ενώ αποβιβαζόμασταν στο Λε Ματ. Ο κόσμος έτρεχε αναζητώντας καταφύγιο από την τροπική βροχή χαμογελώντας.
Στις στέγες με τα ελενίτ που στεγάζονταν τα περισσότερα εστιατόρια η βροχή έκανε τον θόρυβο χιονοστιβάδας. Στάθηκα στο υπόστεγο της εισόδου, που έμοιαζε με παζάρι και κοιτούσα αφηρημένα τον Μπο που με ένα φλογισμένο λογύδριο έσταζε βιτριόλι για τον καιρό στο Βιετνάμ.
Μια λαχανιασμένη γυναίκα απέθετε τα καλάθια της ενώ μας χαμογελούσε επιδεικνύοντας τα σάπια δόντια της. Ένας σκύλος έτρεχε και μια κότα πανικόβλητη χωνόταν μέσα στο κτήριο .
«Welcome» ακούστηκε μια θεατράλε φωνή από το βάθος. Σταθήκαμε χωρίς να μιλάμε ενώ ο Πναμ παπαγάλιζε την ίδια λέξη.
Κοιτούσα τις ξεχαρβαλωμένες κολώνες απέναντι και έμοιαζαν στα μάτια μου σαν όρθιες κόμπρες έτοιμες να χιμήξουν.
Ο Βουόνγκ μιλούσε ακατάπαυστα με τον Πναμ, η διεισδυτική ματιά του οποίου μας εξερευνούσε αμείλικτα.
«Η κόμπρα κάνει 65 δολάρια αλλά είναι η πιο νόστιμη από όλα τα φίδια» μου λέει ο Βουόνγκ. «Έχεις δοκιμάσει» τον ρωτάω τόσο απότομα με το χνότο μου από τις μπύρες να τον χτυπά σαν αιθυλικό μαστίγιο. «Όχι» μου είπε διστακτικά. «Είναι τα λεφτά ενός μήνα.»
Ο Μπο έκανε παζάρια για αυτόν και τον Φρέντρικ για ένα μεγάλο φίδι στο τέλος του διαδρόμου. Το έκλεισε στα 35 δολάρια. «Fair price» μου είπε ενώ με κοιτούσε με οίκτο.
Είχα ιδρώσει σαν φυματικός και ένα ξερός βήχας διέκοπτε κάθε ομιλία. Βρισκόμουν στα πρόθυρα εμετού ενώ η ξεθυμασμένη μυρωδιά της μπύρας ανακάτευε το στομάχι μου περισσότερο.
Η σκιά μου άρχισε να ξεγλιστρά φευγαλέα από εκείνους του τοίχους που ανέδιδαν μούχλα και ούρα.
Η ανακούφιση μου στον σκονισμένο δρόμο έξω από το μαγαζί ήταν μεγάλη. Τα παιδάκια με τα μουτζουρωμένα πρόσωπα που έπαιζαν σε έναν σωρό σκουπιδιών με πλησίασαν και με περιεργάζονταν ενώ προσπαθούσα να συνέλθω.
Η κραυγή του Φρέντρικ με έκανε να ορμήσω και πάλι στο μαγαζί. Ένα χαμηλό ποτήρι γεμάτο αίμα πλάι σε ένα άλλο με μια μικρή καρδιά και ένα κομμένο κεφάλι φιδιού έφεραν και τα δυο μου χέρια στο λαιμό.
Ο Πναμ πρόσφερε το ποτήρι με το αίμα στον Φρέντρικ που το υποδεχόταν με μια έκφραση αηδίας.
Η διήγηση της ιστορίας στους φίλους του στην Στοκχόλμη ήταν η κινητήριος δύναμη που τον ώθησε να το πιει μονορούφι, ενώ ο Μπο περιεργαζόταν την καρδιά σε ένα κανιβαλικό όργιο.
Οι δυο τους έκαναν σαν μεθυσμένοι ναύτες που ξεμπάρκαραν μετά από μήνες και με ένα βλέμμα που δίσταζε ανάμεσα σε οίκτο και συγκατάβαση με κάλεσαν κοντά τους.
Βρισκόμουν στο μεταίχμιο της αηδίας με την περιέργεια ενώ ζητούσα μια ακόμη «Tiger». Τα εγκεφαλικά μου κύτταρα είχαν μουδιάσει και η μοίρα μου έμοιαζε αναπόδραστη.
Για τα επόμενα λεπτά θα βρισκόμουν σε ένα τραπέζι όπου οι δυο Σκανδιναβοί θα καταβρόχθιζαν ένα φίδι, στην αέναη αναζήτηση του βιάγκρα των φτωχών.
Ενώ τα σπρινγκ ρολς με γέμιση κόμπρας κατέφταναν στο τραπέζι κατάπινα βουλιμικά την μπύρα, βλέποντας το αλκοόλ ως τη μόνη μου διαφυγή.
Τα μουγκανητά ευχαρίστησης διαχέονταν στην ατμόσφαιρα και πιάτα όπως τηγανητή κόμπρα με ρύζι, ψητή κόμπρα με μπαμπού, κομματάκια κόμπρας σε μια σάλτσα, που ο Πναμ προειδοποίησε με τα ασθενικά αγγλικά του ότι ήταν καυτή παρέλασαν μπροστά από τα μάτια μου .
Πεινούσα και παράγγελνα συνεχώς «Tiger» για να ξεχαστώ ενώ το κροτάλισμα από τα chopsticks ανατρίχιαζε.
Ένιωσα αίφνης χαμόγελα οίκτου να με περιβάλλουν ενώ έβγαζα μια μπάρα δημητριακών που είχε ξεμείνει στην τσέπη μου. Έπεσε σαν τσιμέντο στο στομάχι μου που λίμναζε η μπύρα…
Ο Φρέντρικ και ο Μπο συνέχιζαν απτόητοι το γαστριμαργικό όργιο εκθειάζοντας τον Βιετναμέζο μάγειρα, ο Βουόνγκ έτρωγε ρύζι με λαχανικά και ο Πναμ ξεφύλλιζε αμέριμνος μια τσόντα ενώ περίμενε τα VND του.
Ένας αφόρητα επαναλαμβανόμενος ρυθμός βιετναμέζικου σκοπού διαχεόταν στην ατμόσφαιρα ενώ ένα ιδροκόπημα αγωνίας με είχε λούσει από αυτόν τον φριχτό εφιάλτη που είχε κάνει τα πρόσωπα των 2 Σκανδιναβών να μεταμορφώνονται στις παραισθήσεις μου.
Η κούραση ήταν αυτή που με έσωσε από το ξέσπασμα ανεξέλεγκτης ταραχής ενώ με έκφραση ψυχρής αποφασιστικότητας, στυφός σαν λεμόνι, πετάχτηκα έξω, όπου τούφες σύννεφων πέταγαν ανάμεσα από τον ζεστό αέρα στον ουρανό
Ένα άγαλμα απόγνωσης, απέθεσα το κορμί μου στο έδαφος και η πίεση που ένιωθα έκανε τα πάντα βαριά και ασάλευτα.
Η έντονη φασαρία από το εσωτερικό ερχόταν σε απόλυτη αντίθεση με την δική μου βουβαμάρα μέχρι αγένειας.
Η ημέρα με τις 24 άσωτες ώρες της τελείωνε και ο Φρέντρικ με τον Μπο βρίσκονταν σε κατάσταση απολαυστικής προσδοκίας, προσδοκώντας στο αργοσάλεμα του «φιδιού» στην βουβωνική τους χώρα.
Ωχρός και με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια μου επιβιβάστηκα στο μίνι βαν της επιστροφής. Η γλυκιά υπνηλία με κατέλαβε μέχρι να φτάσουμε στο Ανόι όπου το κυκλοφοριακό χάος έχει βρει βολικό κατάλυμα.
Οι πρώτες κόρνες θρυμμάτισαν την άμωμη γαλήνη στην οποία είχα περιέλθει ενώ η φωνή των συνεπιβατών μου σπίθιζε από κέφι.
Οι αναμνήσεις από το τελείωμα εκείνης της βραδιάς είναι συγκεχυμένες στο μυαλό μου.
Θραύσματα γεγονότων σαν σε ονειροπόλημα ανακατεύονται στο μίξερ της μνήμης, η οποία επανήλθε το επόμενο πρωινό ενώ συναντούσα χαμογελαστούς τον Φρέντρικ και τον Μπο στο λόμπι του ξενοδοχείου.
Τις τυπικότητες διαδέχτηκε η ερώτηση που εμφώλευε στο μυαλό μου. «Άξιζε;»
«Yesss» είπε με ένα μακρόσυρτο επιφώνημα ο Μπο ενώ σκουντούσε στην πλάτη τον Φρέντρικ, στο πρόσωπο του οποίου εμφανιζόταν μια πονεμένη ένταση.
Οι ερωτικές παρεκκλίσεις του ζευγαριού από την Σκανδιναβία που θύμιζε του φιλήδονους ήρωες του Άλαν Χόλινγκχερστ προκάλεσαν δονήσεις στο «Ανόι Κάπιταλ» το περασμένο βράδυ που τις αντιλήφθησαν όλοι πλην του βαθιά νυχτωμένου Έλληνα του 407!
«The snake power» μου είπε ο Μπο ενώ τηλεφωνούσε στον Βουόνγκ για να επιστρέψουν στο Λε Ματ. Την Εδέμ όπου το φίδι έμοιαζε αγγελικό… [ΠΗΓΗ]