e-χάσμα κέντρου - απόκεντρου
Για όσους το κινητό τηλέφωνο και ο υπολογιστής είναι στις διακοπές όσο απαραίτητος είναι ο κλιματισμός στο δωμάτιο του ξενοδοχείου ή η παρουσία πραγματικής τηγανητής πατάτας στο τραπέζι της ταβέρνας, η κατάσταση δεν είναι ιδιαιτέρως ενθαρρυντική. Η ψηφιακή απόσταση που χωρίζει τα αστικά κέντρα από διάφορους δημοφιλείς προορισμούς του καλοκαιριού εξακολουθεί να είναι μεγάλη, παρά τις κατά καιρούς παρουσιάσεις προγραμμάτων και πρωτοβουλιών που έχουν στόχο να φέρουν την περιφέρεια πιο κοντά στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη.
Οι περιοχές με μπλε και γαλάζιο χρώμα στους χάρτες διαθέτουν, θεωρητικά, υποδομές για πραγματικά γρήγορη πρόσβαση στο Διαδίκτυο και για χρήση υπηρεσιών διαδικτυακής τηλεόρασης. Στις πορτοκαλί και κόκκινες περιοχές τα πράγματα είναι χειρότερα. Αξιοσημείωτες είναι οι διαφορές στα παράλια της Ανατ. Αττικής. Στην Κεντρική Ελλάδα βλέπουμε «εστίες» ευρυζωνικότητας κυρίως γύρω από τις πόλεις, ενώ μεγάλες περιοχές παραμένουν λευκές όπως επίσης στις Κυκλάδες αλλά και στην Κρήτη
Διόλου παράξενο λοιπόν που η πρωτεύουσα της χώρας αποτελεί μια νησίδα όπου τα ασύρματα δίκτυα και η γρήγορη πρόσβαση στο Διαδίκτυο βρίσκουν την αποθέωσή τους, σε σύγκριση βέβαια με όσα συμβαίνουν στις μικρότερες πόλεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ) στην Αθήνα λειτουργούν σήμερα περισσότερα από 160 σημεία ασύρματης πρόσβασης στο Διαδίκτυο, όταν η Θεσσαλονίκη έχει να επιδείξει 21 και η Πάτρα μόλις 3. Ακόμα και αν δεχθούμε πως οι αριθμοί αυτοί δεν είναι απολύτως ακριβείς, καταδεικνύουν πως το ψηφιακό χάσμα δεν γεφυρώνεται με τίποτα.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει με την ευρυζωνικότητα. Το λεκανοπέδιο Αττικής είναι ο βασιλιάς του γρήγορου Ιντερνετ στην Ελλάδα, ενώ ακόμα και λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά οι γραμμές, οι υπολογιστές και οι χρήστες... αναστενάζουν. Ακόμα και στην ανατολική Αττική υπάρχουν «θύλακοι» όπου οι ταχύτητες είναι κατά πολύ χαμηλότερες σε σύγκριση με αυτές που έχει στη διάθεσή ο κάτοικος της Αθήνας ή του Πειραιά. Τα αίτια είναι πολλά και, λίγο πολύ, τεχνικά. Η πραγματική ταχύτητα πρόσβασης στο Διαδίκτυο εξαρτάται από την απόσταση που χωρίζει τον συνδρομητή από το τηλεπικοινωνιακό κέντρο του ΟΤΕ. Η ποιότητα του καλωδίου παίζει επίσης ρόλο, καθώς και η ποιότητα της εγκατάστασης στο εσωτερικό του κτιρίου του συνδρομητή. Ετσι, αν είστε κοντά στο τηλεπικοινωνιακό κέντρο του ΟΤΕ, μπορεί σχετικά εύκολα να έχετε ταχύτητες της τάξης των 8, 16 ή 24 Mbps με την προϋπόθεση ότι στη γραμμή σας δεν έχουν αναπτυχθεί... ζιζάνια. Εφόσον τα λεγόμενα επίπεδα «θορύβου» της γραμμής είναι σε χαμηλά επίπεδα, αρκετά άνετα μπορείτε να «παίξετε» και με τις νέες υπηρεσίες διαδικτυακής τηλεόρασης (IPTV). Αν η απόσταση είναι μεγάλη και η καλωδίωση... έχει τα χρόνια της, ξεχάστε το IPTV, περιοριστείτε στα απλά και παρηγορηθείτε με τη σκέψη πως σε σύγκριση με το 2003-2004 έχετε (στη χειρότερη περίπτωση) 8 φορές μεγαλύτερη ταχύτητα, κάτι είναι και αυτό. Βέβαια, αυτό πολλές φορές σημαίνει πως ο συνδρομητής πληρώνει για κάτι που δεν μπορεί να απολαύσει. Δυστυχώς οι τεχνολογίες τύπου ADSL δεν παρέχουν εγγυημένη ταχύτητα, γι' αυτό και στις καταχωρίσεις των εταιρειών θα δείτε φράσεις όπως «ταχύτητες ώς και 24 Mbps». Σπανίως αυτό το «ώς» έχει τόση αξία...
Στην επαρχία, τώρα, η κατάσταση είναι ή του ύψους ή του βάθους. Οι κάτοικοι και οι επιχειρήσεις της Σαντορίνης «βγαίνουν» στο Διαδίκτυο με καλές ταχύτητες, ενώ στα γύρω νησιά οι γρήγορες προσβάσεις περιορίζονται σε πολύ συγκεκριμένα σημεία, ακολουθώντας τη γενικότερη οικονομική ανάπτυξη της περιοχής. Στην Κεντρική Ελλάδα και τη Δυτ. Μακεδονία η εικόνα είναι παρόμοια. Μέσα και γύρω από τα αστικά κέντρα υπάρχει δυνατότητα πραγματικής χρήσης του γρήγορου Ιντερνετ, όσο όμως απομακρύνεται κανείς από αυτά τόσο μειώνονται και οι ταχύτητες. Στη γλώσσα των Βρυξελλών, οι τελευταίες περιοχές ονομάζονται «λευκές» και, όπως λένε στην Ε.Ε., η ταχεία ανάπτυξη των αστικών κέντρων στον τομέα του γρήγορου Ιντερνετ εντείνει όχι μόνο το ψηφιακό αλλά, τελικά, και το οικονομικό χάσμα. Η Ε.Ε. προτίθεται να διαθέσει γύρω στο 1 δισ. ευρώ για την κάλυψη των μη προνομιούχων περιοχών με ευρυζωνικές προσβάσεις και η χώρα μας μπορεί να διεκδικήσει ώς και 100 εκατ. ευρώ, ωστόσο οι σχετικές πρωτοβουλίες βρίσκονται ακόμα στα σπάργανα.
ΝΙΚΟΣ ΜΟΥΜΟΥΡΗΣ