promotional banner

Η πόλη φάντασμα του Henry Ford


Ο Αμαζόνιος πάντα ήταν ένα μέρος που εξήρε την ουτοπική φαντασία και αποτέλεσε πόλο έλξης για χιλιάδες ανθρώπους πάνω στη γη. Βικτοριανοί εξερευνητές, Αμερικάνοι βιομήχανοι, ιδεολόγοικαι ιεραπόστολοι πρόβαλλαν αξιώσεις, όνειρα και ιδέες στις απεριόριστες δυνατότητες και στην εξωτική γοητεία του. Μεταξύ αυτών και ο Henry Ford, ο οποίος πριν από 70 χρόνια, θέλησε να επιβάλει τις αρχές του στη γραμμή παραγωγής σε μια ουτοπική κοινωνία.

Για την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, η απεραντοσύνη της Νότιας Αμερικής και ειδικά του Αμαζονίου έδινε πάντα ένα κίνητρο για ανακάλυψη πιθανού πλούτου. Πέρα από αυτό, όμως, λειτουργούσε και ως λευκός καμβάς, που έδινε τη δυνατότητα να ζωγραφίσει κάποιος ένα νέο κόσμο σύμφωνα με τις δικές του αξίες και ιδανικά.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ένας από τους ανθρώπους που θέλησαν να εκμεταλλευτούν τις απεριόριστες δυνατότητες του τροπικού δάσους ήταν ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου εκείνη την εποχή: ο Αμερικανός βιομήχανος Henry Ford. Το 1927, η αυτοκινητοβιομηχανία του χρειαζόταν λάστιχο για τις ρόδες και άλλα μέρη των αυτοκινήτων του.

Το λάστιχο, και συγκεκριμένα τα δέντρα καουτσούκ (που παράγουν σαν πρώτη ύλη το βασικό συστατικό για την κατασκευή του φυσικού λάστιχου), δεν αναπτύσσονται στο Michigan και γενικά στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου έδρευε η εταιρία του. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι οι Ευρωπαίοι παραγωγοί και άμεσοι ανταγωνιστές του Ford προμηθεύονταν το καουτσούκ από τις ασιατικές αποικίες τους, οδήγησαν το μεγιστάνα να δημιουργήσει δικές του φυτείες.

Η περιοχή που επιλέχτηκε για τη φυτεία καουτσουκόδεντρων της Ford βρισκόταν στις όχθες του ποταμού Tapajós, ενός παραπόταμου του Αμαζονίου περίπου 600 μίλια από τον Ατλαντικό. Η τοποθεσία, που παραχωρήθηκε στον Ford από τη Βραζιλιάνικη κυβέρνηση, με αντάλλαγμα ένα ετήσιο ποσοστό της τάξης του 9% από τα κέρδη που θα αποκομούσε χάρη στην εκμετάλλευση των εδαφών, ήτανε τόσο αποκομμένη και απομακρυσμένη από τον πολιτισμό, ώστε στους απεσταλμένους της Ford Motor Company πήρε περίπου 18 ώρες για να φθάσουν στη θέση αυτή με ποταμόπλοιο από την κοντινότερη πόλη.

Στόχος του Ford, όμως, δεν ήταν μόνο η εκμεττάλευση του φυσικού πλούτου. Πέρα από αυτό, ήθελε να επιβάλει τις αρχές που εφάρμοζε στη γραμμή παραγωγής σε μια ουτοπική κοινωνία. Η εταιρεία του θα βελτίωνε τις ζωές των εργαζομένων και των οικογενειών τους προσφέροντας υγιεινές συνθήκες διαβίωσης αλλά και πλούτο, όχι μόνο στους Αμερικανούς διευθυντές αλλά και στους Βραζιλιάνους εργάτες. Στο όραμα του Ford, αυτό το προκεχωρημένο φυλάκιο του σύγχρονου καπιταλισμού θα εξέφραζε πλήρως το αμερικανικό όνειρο.

Fordlandia

Οι προσπάθειές του, λοιπόν, επικεντρώθηκαν στην κατασκευή μιας σύγχρονης πόλης κοντά στις φυτείες, που ονομάστηκε Fordlandia. Η πόλη θα περιλάμβανε σύγχρονες υδραυλικές εγκαταστάσεις, νοσοκομεία, σχολεία, πεζοδρόμια, γήπεδα αντισφαίρισης ακόμη και ένα γήπεδο του γκολφ. Θα περιβάλλονταν από ζούγκλα, αλλά θα είχε σπίτια ευρύχωρα, με ρεύμα και καθαρό νερό, εμπορικά καταστήματα και γενικώς όλες τις σύγχρονες ανέσεις μιας αμερικανικής πόλης της εποχής.

Όνειρο ή εφιάλτης

Ωστόσο, στην πράξη τα προβλήματα ήταν πάρα πολλά. Η ανώμαλη έκταση της Fordlandia έκανε δαπανηρότερο και πιο δύσκολο το έργο κατασκευής δρόμων. Το στάσιμο νερό που συνέλεγαν οι κάτοικοί της μολυνόταν από κουνούπια, με αποτέλεσμα την εμφάνιση ελονοσίας που αποτέλεσε αργότερα μια σταθερή Νέμεση και ένα άλυτο πρόβλημα. Κατά τη διάρκεια της περιόδου ανομβρίας, από τον Ιούλιο μέχρι το Νοέμβριο, η στάθμη του ποταμού που ένωνε την πόλη με τον έξω κόσμο έπεφτε τόσο πολύ, ώστε καθιστούσε αδύνατη την πρόσβαση με ποταμόπλοια. Εξάλλου, η υγρασία και οι υψηλότατες θερμοκρασίες που επικρατούν στο τροπικό δάσος ήταν συνθήκες αφόρητες για τους διευθυντές από το Michigan. Οι επόπτες δεν μπορούσαν να κρατήσουν τους εργάτες, οι οποίοι έφευγαν για άλλα μέρη, όπου θα ικανοποιούσαν τις ανάγκες τους χωρίς να θέτουν τη ζωή τους σε κίνδυνο. Εκείνοι που έμειναν πέθαιναν σε μεγάλους αριθμούς, από το δάγκωμα φιδιών, την ελονοσία, τον κίτρινο πυρετό και πολυάριθμες άλλες τροπικές αρρώστιες.

Η εταιρεία του Ford είχε απαγορεύσει το κάπνισμα και την κατανάλωση αλκοόλ ακόμα και μέσα στα σπίτια, στο πλαίσιο του προγράμματος ηθικής βελτίωσης που είχε εφαρμόσει. Οι κάτοικοι παρέκαμψαν αυτήν την απαγόρευση με το να κωπηλατούν έξω από τα όρια της πόλης σε ένα νησάκι που απείχει πέντε μίλια και ονομαζόταν «Island of Innocence» (νησί της αθωότητας). Εκεί, ξεπερνούσαν κάθε ηθικό φραγμό, καθώς το νησί ήταν γεμάτο από νυχτερινά κέντρα διασκέδασης και πορνεία.

Οι περισσότεροι γηγενείς που εργάζονταν στις φυτείες τρέφονταν με άγνωστα σε αυτούς τρόφιμα όπως τα χάμπουργκερ και γενικώς ήταν αναγκασμένοι να ζουν μια αμερικανικού ύφους ζωή την οποία δεν συμπάθησαν ποτέ. Εξίσου αντιπαθούσαν κιόλας τον τρόπο που τους αντιμετώπιζαν. Έπρεπε να φορούν διακριτικά και να και να εργάζονται τις μεσημεριανές ώρες κάτω από τον τροπικό ήλιο. Η δυσαρέσκειά τους ξέσπασε το 1930, όταν οι επαναστάτησαν ενάντια στους διευθυντές. Πολλοί από τους τελευταίους ξέφυγαν πηγαίνοντας στη ζούγκλα, οπού και έμειναν για μερικές ημέρες μέχρι να φτάσει και να καταπνίξει την εξέγερση ο Βραζιλιάνικος στρατός.

Όσον αφορά τις φυτείες «καουτσουκόδεντρων», η αποτυχία του εγχειρήματος δεν υστέρησε της αντίστοιχης προσπάθειας για την κατασκευή της πόλης. Το έδαφος ήταν λοφώδες, δύσκολο και άγονο. Κανένας από τους διευθυντές της Ford δεν είχε γνώσεις σχετικά με την τροπική γεωργία. Τα δέντρα καουτσούκ φυτεύτηκαν όλα μαζί στις φυτείες, σε αντίθεση με αυτό που χρειάζεται το δέντρο για να αναπτυχθεί. Οι φυτείες ήταν εύκολη λεία για τα έντομα και ευάλωτες στη σήψη. Τα μυρμήγκια, οι σκόροι, τα σκαθάρια κ.ο.κ. επιτέθηκαν στα δέντρα.

Η κυβέρνηση της Βραζιλίας ήταν καχύποπτη. Δεν έβλεπε με τις πιο φιλικές διαθέσεις τις ξένες επενδύσεις στα εδάφη της, ιδιαίτερα στη βόρεια περιοχή του Αμαζονίου, και πρόσφερε λίγη βοήθεια αναλογικά με αυτή που χρειαζόταν για την επιβίωση της προσπάθειας. Η Ford δεν σταμάτησε την προσπάθεια, μετακινώντας τις φυτείες νοτιότερα στην πόλη Belterra, όπου επικρατούσαν καλύτερες καιρικές συνθήκες. Το όλο εγχείρημα όμως επιβίωσε μόλις μέχρι το 1945, όταν και εφευρέθηκε το συνθετικό λάστιχο που διέκοψε την παγκόσμια ζήτηση για το φυσικό λάστιχο. Έτσι, η Fordlandia αποδείχθηκε καταστροφή.

Το 1945, ο Henry Ford πούλησε την πόλη και την έκταση για 244.200 δολάρια στην Βραζιλιάνικη κυβέρνηση όταν η συνολική επένδυση που είχε κάνει στο μέρος έφτανε σχεδόν τα 20 εκατομμύρια δολάρια. Παρά τις επαναλαμβανόμενες προσκλήσεις από τους κατοίκους και τις περιοδικές υποσχέσεις που έδωσε, ο Henry Ford δεν επισκέφτηκε ποτέ τη δύσμοιρη πόλη του.

Ο Ford δεν ήταν ο πρώτος

Ο Ford δεν ήταν ο μόνος που προσπάθησε να δημιουργήσει τη δική του ουτοπία στην άγρια ζούγκλα του Αμαζονίου. Πρώτη η Elisabeth Nietzsche, η αδελφή του γνωστού φιλοσόφου, το 1886 ξεκίνησε στην Παραγουάη την μια προσπάθεια για δημιουργία μιας δημοκρατίας που θα βασίζεται στα ιδανικά της Αρίας φυλής και της... χορτοφαγίας.

Ο Theodore Roosevelt δήλωσε ότι το μεγάλο σύστημα ποταμών του Αμαζονίου θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να δημιουργήσει «πυκνοκατοικημένες κατασκευαστικές κοινότητες» όταν επισκέφθηκε το μέρος. Ο Nelson Rockefeller επίσης εξέταζε την περίπτωση να κοπούν σε κανάλια τα 4.000 μίλια του Αμαζονίου. Ο Βρετανός εξερευνητής, συνταγματάρχης Percy Fawcett χάθηκε στη ζούγκλα το 1925 πεπεισμένος πως θα βρει μια αρχαία πόλη. Όσοι προσπάθησαν να τον βρουν και ακολούθησαν τα ίχνη του εξαφανίστηκαν επίσης.

The New York Times