
Ένα μικροσκοπικό τσιπ που κατασκεύασαν ειδικοί στο Πανεπιστήμιο Purdue ανακαλύπτει τα βλαβερά βακτήρια σε τρόφιμα με μεγαλύτερη πιστότητα και ταχύτητα σε σχέση με τα παραδοσιακά τεστ που διενεργούνται κατά των έλεγχο των προϊόντων.
Συγκεκριμένα, ο καθηγητής επιστήμης τροφίμων Arun Bhunia βρήκε τρόπο να χρησιμοποιεί υποδοχείς ανθρώπινων κυττάρων σε βιοτσίπ για την ανίχνευση επικίνδυνων βακτηρίων, όπως η Λιστέρια (Listeria monocytogenes). Το βακτήριο αυτό, που είναι κοινό σε είδη ντελικατέσεν και σε ορισμένα μη παστεριωμένα τυριά, μπορεί να προκαλέσει ακόμη και θάνατο σε ανθρώπους που έχουν αδύναμο ανοσοποιητικό σύστημα.
Πώς γίνεται ο εντοπισμός των βακτηρίων; Τα βακτήρια που υπάρχουν σε ένα υγρό διάλυμα μεταφέρονται στο βιοτσίπ και προσκολλώνται στους κυτταρικούς υποδοχείς αλλάζοντας την αγωγιμότητα του διαλύματος. Το τσιπ (που έχει μέγεθος γραμματόσημου) «αισθάνεται» την αλλαγή αυτή και στέλνει σήμα στον υπολογιστή για την ύπαρξη βακτηρίων.
Πριν από αυτή τη μέθοδο ο καθηγητής Bhunia και άλλοι ερευνητές είχαν αναπτύξει ένα τσιπ με αντισώματα (αντί για κυτταρικούς υποδοχείς) όμως δεν ήταν εξίσου αξιόπιστο, καθώς ανίχνευε και άκακα είδη βακτηριδίων και έτσι οι παραγωγοί τροφίμων θα αναγκάζονταν να απορρίψουν προϊόντα που στην πραγματικότητα θα ήταν κατάλληλα για κατανάλωση.
Σύμφωνα με τον καθηγητή, με τα συμβατικά τεστ ανίχνευσης λιστέριας και άλλων παθογόνων μικροοργανισμών, τα αποτελέσματα βγαίνουν σε 1 έως 10 μέρες, ενώ με το βιοτσίπ του βγαίνουν μόλις σε 12 ώρες και μελλοντικά ίσως σε 8 μόλις ώρες.