Τότε που πηγαίναμε εμείς σχολείο...
Τρεις συγγραφείς παιδικών βιβλίων και γονείς μιλούν για τη δική τους εμπειρία επιστροφής στα θρανία μετά τις διακοπές
Επιστροφή στις έγνοιες, επιστροφή στη δουλειά, επιστροφή στα θρανία. Δύσκολο να το «χωνέψουμε», όμως ο Σεπτέμβριος είναι εδώ, τα σχολεία άνοιξαν και οι διακοπές για τους περισσότερους (ευτυχώς όχι για όλους) έχουν τελειώσει. Οσο για τα πρωτοβρόχια και τα συναισθήματα που μας προκαλούσαν (φθινοπωρινή μελαγχολία κ.λπ.), μάλλον θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι τον Οκτώβριο για να τα νιώσουμε. Η αλήθεια είναι ότι εδώ και πολλά χρόνια είχα αφήσει κατά μέρος τις «επιστροφές» του Σεπτεμβρίου. Ειδικά τις σχολικές. Μέχρι πρόσφατα: αφού με αφορμή τη νέα μου ταυτότητα ως μητέρας πιάνω τον εαυτό μου τέτοιες μέρες να παρατηρώ τα σχολεία της γειτονιάς μου, τις παρέες (πλέον πολυεθνικές) των παιδιών που παίζουν ή συνομιλούν με τους φίλους τους. Ακούω για τις αγωνίες των γονιών, που μιλούν για τα νέα καθεστώτα και συστήματα διδασκαλίας, μαθαίνω για τα ολοήμερα νηπιαγωγεία και δημοτικά και πάει λέγοντας.
Το σίγουρο είναι ότι έχουν αλλάξει πολλά από την εποχή που, παραμονή της πρώτης μέρας, η μαμά σιδέρωνε την ποδιά μου και έφτιαχνε την τσάντα μου για το σχολείο. Πώς αισθάνονται οι σημερινοί γονείς και τα παιδιά τους; Ποια είναι η σύγχρονη αίσθηση της επιστροφής στα θρανία; Η «Κ» έδωσε το λόγο σε τρεις συγγραφείς παιδικών βιβλίων (και άρα πιο εξοικειωμένους με εξερευνήσεις σε «Χώρες των παιδιών»...) οι οποίοι, επιπλέον, τυχαίνει να είναι όλοι τους γονείς! Αναμνήσεις, προβληματισμούς και προσδοκίες, που φέρνει στο μυαλό αυτή η πολύ ιδιαίτερη εποχή. Σεπτέμβριος 1960, 1970, 1980, 2009...
Βαγγέλης Ηλιόπουλος: Σήμερα σπάνια τα παιδιά νιώθουν σχολική φοβία
«Σεπτέμβριος 1970. Παιδιά με σχολική φοβία. Εγώ. Να πάω στο νηπιαγωγείο, δεν μπόρεσε κανείς να με πείσει! Αφού περνούσα υπέροχα με τη μαμά μου στον κήπο με τα παιχνίδια μου; Αλλά και μετά, από τις φωτογραφίες που οι γονείς μου είχαν τη συνήθεια να τραβούν την πρώτη μέρα του σχολείου, είναι ολοφάνερο πως ποτέ δεν ξεκινούσα με χαρά. Σε όλες κρατάω το κεφάλι μου και πονάει το στομάχι μου. Πόσο μισούσα αυτό το "κάθε κατεργάρης στον πάγκο του" που έλεγε η θεία μου κάθε Σεπτέμβριο. Δεν ήταν εύκολο το τέλος της ξεγνοιασιάς του καλοκαιριού. Κι απ' την άλλη, η αγωνία αν ο δάσκαλος θα είναι αυστηρός. Μήπως και δέρνει με το χάρακα για κάθε ορθογραφικό λάθος; Τα χρόνια πέρασαν κι εγώ, που τόσο δεν ήθελα να πάω στο σχολείο, αποφάσισα να μείνω σε αυτό και να γίνω δάσκαλος και συγγραφέας βιβλίων για παιδιά. Αποφάσισα να υπηρετήσω μια εκπαίδευση που τα σχολεία είναι χώροι δημιουργίας, είναι οι "Χώρες των παιδιών" κι όσοι μεγάλοι είναι εκεί, είναι για να τα βοηθούν να ανακαλύπτουν τη γνώση και να χτίζουν ολόπλευρες προσωπικότητες.
Σήμερα σπάνια τα παιδιά νιώθουν σχολική φοβία. Αποχωρίζονται εύκολα το οικογενειακό περιβάλλον. Στο σχολείο βρίσκουν αληθινούς φίλους, οι οποίοι παίζουν πραγματικά παιχνίδια, όχι ηλεκτρονικά, σε μεγάλες αυλές, όχι σε στενά μπαλκόνια. Κι όμως, όλοι οι μεγάλοι νιώθουμε για λογαριασμό τους ακόμη φόβους κι αγωνία. Πώς το μικρό μας θα βγάλει πέρα ένα τόσο μεγάλο και βαρύ πρόγραμμα; Πόσα μαθήματα θα χρειαστεί; Μήπως γίνουν κι άλλες "σοφές" αλλαγές στην Παιδεία; Πόσο ψηλά έφτασαν οι βάσεις; Πόσα πρέπει να μάθει για να έχει ένα σίγουρο μέλλον; Σεπτέμβριος 2009. Γονείς με σχολική φοβία! Εγώ. Ομως, ας προσπαθήσουμε να κρύψουμε τις αγωνίες και το άγχος μας κι ας κάνουμε την επιστροφή των παιδιών στα σχολεία όσο πιο ευχάριστη γίνεται. Μια αληθινή γιορτή».
Ο Βαγγέλης Ηλιόπουλος, συγγραφέας και εκπαιδευτικός, έγινε γνωστός από τη δημοφιλή σειρά παιδικών βιβλίων του «Ο Τριγωνοψαρούλης» (1997).
Πάνος Χριστοδούλου: Μου προκαλεί μελαγχολία και μόνο η ιδέα
«Ποτέ δεν ανυπομονούσα να ανοίξουν τα σχολεία το Σεπτέμβρη (σ' αυτό έμοιαζα πολύ με τον Αλκη, τον πρωταγωνιστή του βιβλίου μου "Ο Ναβίντ δεν ήρθε για διακοπές", εκδ. Κέδρος). Παρόλο που περνούσα τρεις ολόκληρους μήνες παραθερίζοντας στο Μάτι Αττικής, δεν χόρταινα θάλασσα, ποδήλατο και γενικώς παχνίδι από το πρωί ώς το βράδυ! Δυστυχώς, όλα αυτά τα παραπάνω τελείωναν μαζί με τον Αύγουστο. Τότε η μέρα μίκραινε, άρχιζαν οι προετοιμασίες για την οικογενειακή επιστροφή στο διαμέρισμα της Αθήνας και μαζί άρχιζαν οι διαφημίσεις για σάκες και λοιπά σχολικά είδη, που αντιπαθούσα, καθώς μου υπενθύμιζαν ότι κόντευε η επιστροφή στο σχολείο και στις... έγνοιες: έγνοια να περνάω απαρατήρητος ώστε να μη με σηκώνουν για μάθημα (ειδικά στα μαθηματικά που πάντα ήμουν σκράπας, όπως ο Αλκης) και έγνοια να μάθω να ντριπλάρω καλά την μπάλα ώστε να πείσω τον γυμναστή να με βάλει στην ομάδα του σχολείου.
Τελικά, τίποτε από αυτά δεν κατάφερα: ο δάσκαλος με ξετρύπωνε πίσω από τις πλάτες των μπροστινών μου και με σήκωνε στον πίνακα για να πω μάθημα (πάντα τρέμοντας και κομπιάζοντας) και οι ντρίπλες δεν πέτυχαν!
Σήμερα, μετά από σχεδόν 30 χρόνια που πρωτοπήγα σχολείο, οι διαφημίσεις σχολικών εξακολουθούν να μου προκαλούν μελαγχολία ότι το καλοκαίρι τελείωσε κι εγώ πρέπει να επιστρέψω στο σχολείο! Πάντως, αν έπρεπε σώνει και καλά να επιστρέψω σήμερα-πρώτη μέρα σε ένα οποιοδήποτε σχολείο, δεν θα ήθελα αγιασμούς, κανάλια, επισήμους και πολιτικούς που θυμούνται τα σχολεία και τα παίρνουν σβάρνα αποκλειστικά και μόνον αυτή τη μέρα. Θα ήθελα μονάχα τον διευθυντή, χωρίς πολλά λόγια και φανφάρες, να μας καλωσορίσει σε ένα σχολείο με καλύτερες υποδομές, με ανθρωποκεντρική κατεύθυνση, που θα έχει κύριο σκοπό να μας κοινωνικοποιήσει και να μας μάθει να συνυπάρχουμε και να σεβόμαστε τη φύση και τους συνανθρώπους μας (απ' όποια χώρα κι αν προέρχονται), που θα είναι λιγότερο χριστιανοκεντρικό και αρχαιολάγνο και αντί να μας φορτώνει ξερές και άχρηστες γνώσεις προς αποστήθιση, θα μας βοηθά να αναπτύσσουμε την κρίση και τις δεξιότητές μας και θα μας αφήνει ελεύθερο χρόνο. Α, και ο γυμναστής θα βάζει στην ομάδα ακόμη κι αυτούς που δεν είναι και τόσο καλοί στις ντρίπλες!».
Το τελευταίο βιβλίο του Πάνου Χριστοδούλου («Τροχονόμος στα Κατσάβραχα», εκδ. Κέδρος) κυκλοφόρησε τον Ιούλιο που μας πέρασε.
Βούλα Μάστορη: Κάθε Σεπτέμβρη θυμάμαι και ελπίζω
«Είχα την τύχη να περάσω τα πρώτα παιδικά μου χρόνια ανέμελα στην επαρχία, όπου η επιστροφή στο σχολείο κάθε Σεπτέμβρη ήταν για μένα μια λαμπρή "Πρωτοχρονιά", που είχε τη μυρουδιά της φρεσκοσιδερωμένης ποδιάς, του ξυσμένου μολυβιού, της μαλακιάς γομολάστιχας, της ξύλινης κασετίνας, της κιμωλίας, του καταβρεγμένου προαύλιου που είχε το χρώμα της μπλε κόλλας-ζακέτας σε βιβλία και τετράδια, το βάρος της άβαρης τσάντας, την τραχιά υφή του γδαρμένου μα τόσο οικείου θρανίου, τον καμπανάτο ήχο του κουδουνιού.
Στην τρίτη γυμνασίου όλα χάθηκαν μέσα σε μια τάξη-κελί της αστυφιλικής Αθήνας, όλα εκτός από μια επίμονη παράλογη αισιοδοξία που επανέκαμπτε κάθε Σεπτέμβρη πως ίσως αυτή η χρονιά να ήταν καλύτερη. Ομως, κάθε φορά η πλειονότητα των καθηγητών μας ήταν το ίδιο αδιάφοροι ή άσχετοι, το μάθημα πάντα βαρετό, στις ίδιες απρόσωπες και παγερές τάξεις, πότε πρωί και πότε απόγευμα, ο ζαχαρωμένος λουκουμάς στην καντίνα πάντα απαγορευμένος για το ανύπαρκτο χαρτζιλίκι μου.
Εδώ και δεκαπέντε χρόνια, που τα παιδιά μου μεγάλωσαν και μπορώ πλέον να αποδέχομαι προσκλήσεις σχολείων, έχω διαπιστώσει ότι η επαρχία στην πλειονότητά της διατηρεί ακόμη εκείνα τα χρώματα και τις μυρουδιές που τόσο αγαπούσα μικρή. Τα σχολεία της Αθήνας, από την άλλη, έχουν σίγουρα βελτιωθεί από τότε, αλλά χρειάζονται ακόμη αρκετά έως πολλά - κατά περιοχές. Το περίεργο είναι ότι κάθε Σεπτέμβρη επιμένει να με πιάνει εκείνη η αισιοδοξία των παιδικών μου χρόνων -παράλογη ή όχι, δεν ξέρω πια- και να με κάνει να ελπίζω για μια καλύτερη χρονιά. Να, ακόμη και φέτος, παρά την οικονομική ύφεση, τους νεόπτωχους και λοιπούς φτωχούς, την απειλητική νέα γρίπη, την ανεργία, την πολιτική κατάσταση (μέσα κι έξω)... βλέπω πάλι την επιστροφή στο σχολείο σαν ένα νέο ελπιδοφόρο ξεκίνημα».
Η Βούλα Μάστορη υπηρετεί την παιδική λογοτεχνία από το 1974 και ήταν υποψήφια για το διεθνές Βραβείο Αντερσεν 2008.
Σάντρα Βούλγαρη