Η χρήση της ύπνωσης για θεραπευτικούς σκοπούς
Δημοσίευμα του ABC σχολίαζε το ότι κάποια άτομα που αντιμετωπίζουν πρόβλημα βάρους κι έχουν δοκιμάσει ανεπιτυχώς πολλές μεθόδους αδυνατίσματος καταφεύγουν και στην ύπνωση. Εντός του Αμερικανικού πληθυσμού, ενός πληθυσμού που στα 2/3 του παρουσιάζει πρόβλημα παχυσαρκίας ή είναι υπέρβαρος, είναι μέθοδος που προτιμάται αντί πολλών άλλων και μάλιστα έχουν δηλωθεί ποσοστά επιτυχίας της που κεντρίζουν το ενδιαφέρον ώστε να το ψάξει κανείς, πώς ακριβώς η ύπνωση επιτυγχάνει να κάνει ένα κομμάτι σοκολάτας να είναι καθόλου λαχταριστό ή τη μυρωδιά ενός κέικ που ψήνεται να μην προκαλεί τη γνωστή ληγούρα; Τι είναι ύπνωση και σε ποιά ακριβώς άτομα με πρόβλημα βάρους μπορεί να χρησιμοποιηθεί; Γιατί δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στα άτομα με πρόβλημα νοσογόνου παχυσαρκίας;
Η ύπνωση είναι μια πολύ παλιά ψυχοπνευματική διαδικασία μέσω της οποίας το άτομο οδηγεί τον εαυτό του (η ύπνωση είναι πάντα αυτοΰπνωση!) σε ένα στάδιο νοητικής λειτουργίας ανοιχτό σε υποβολή, με έντονη δηλαδή υποβολιμότητα. Ένα μεταβεβλημένο σημείο λειτουργίας της συνείδησης ή ένα σημείο εξαιρετικά επικεντρωμένης προσοχής, σε κάθε περίπτωση όμως μια κατάσταση κατά την οποία το άτομο μπορεί να έρθει σε επαφή με το α-συνείδητο του, να το δει, να το αναπτύξει ή να το αλλάξει, να κάνει χρήση δηλαδή του δικού του νοητικού δυναμικού, βιώνοντας καταστάσεις και εμπειρίες νοερά. Η υποβολή είναι μόνο το μέσο για να εμβυθιστεί το άτομο στον εσωτερικό του κόσμο και από κει και πέρα διατηρεί και το ίδιο το άτομο, όντας σε στάδιο “Trance” την ταυτότητα του, τη μνήμη του, τη δυνατότητα ανταπόκρισης του σε κάθε στιγμή. Το νοερό βίωμα επιδρά στη συνέχεια και μετά την ύπνωση, όταν η προσοχή του ατόμου επιστρέψει στους ρυθμούς του εξωτερικού του κόσμου, δίνει χώρο στα εξωτερικά ερεθίσματα. Οι περιγραφές από άτομα που το έχουν βιώσει ποικίλουν. Άλλοι λένε πως έχουν νιώσει όπως όταν διαβάζουν ένα βιβλίο και τους απορροφά και δεν αντιλαμβάνονται τι γίνεται στον εξωτερικό κόσμο παρά μεταφέρουν όλο το είναι τους μέσα στον κόσμο του βιβλίου. Άλλοι πάλι έχουν ισχυριστεί πως δεν αντιλήφθησαν ότι περιήλθαν σε ένα τέτοιο στάδιο. Λέγεται ότι όλοι λίγο ή πολύ βιώνουμε καταστάσεις παρόμοιες με αυτές της ύπνωσης, όπως όταν κάνουμε μηχανικά κάποια πράγματα που δεν τα θυμόμαστε, σχεδόν ασυνείδητα. Λέγεται ότι όσο πιο πνευματικά καλλιεργημένο και ευφυές είναι ένα άτομο τόσο πιο εύκολα-γρήγορα υπνωτίζεται ενώ υπάρχουν και άτομα που δεν υπνωτίζονται.
Χρησιμοποιείται λοιπόν για διάφορους θεραπευτικούς σκοπούς (άγχος, χρόνιος πόνος, εθισμός στο κάπνισμα, άσθμα, αντιμετώπιση αισθήματος ναυτίας και εμετών λόγω χημειοθεραπειών κλπ), ένας από τους οποίους είναι και η απώλεια περιττών κιλών. Ζήτημα που αφορά μεγάλο αριθμό ατόμων. Εννοείται πως υπάρχουν άτομα ειδικευμένα για να χειριστούν σωστά μια διαδικασία ύπνωσης (ψυχίατροι ψυχοθεραπευτές, ψυχολόγοι υπνοθεραπευτές), δεν επαφίεται κανείς σε μέντιουμ, αστρολόγους ή άλλους χωρίς τη σχετική ειδίκευση, οι οποίοι υπόσχονται μέσω ύπνωσης να σας μεταφέρουν στην προηγούμενη ζωή σας. Και ο ισχυρισμός ότι υπάρχουν δύο είδη υπνώσεων μία αναδρομική και μία θεραπευτική δεν ισχύει εννοείται, αλλά αποτελεί κι αυτό με τη σειρά του μέρος της παρωδίας κάποιων παρείσακτων που εγκληματούν εις βάρος της υγείας του απληροφόρητου κοινού. Η μέθοδος της ύπνωσης λοιπόν είναι μία και μοναδική και είτε χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς και σωστά είτε για καταστροφικούς σκοπούς (και πάντως σε καμία άλλη ζωή σου δεν σε μεταφέρει) και αποτελεί έγκλημα από τα σοβαρότερα. Ο Βρετανικός και Αμερικανικός ιατρικός σύλλογος έχουν εγκρίνει επισήμως την υπνοθεραπεία σαν ένα είδος εναλλακτικής ιατρικής θεραπείας, ενώ εμπεριστατωμένες μελέτες και αναφορές έχουν κινηθεί ήδη από τον περασμένο αιώνα. Στην Ελλάδα η κλινική ύπνωση είναι μεν κρυφο-αναγνωρισμένη ως ιατρική μέθοδος αλλά όχι τόσο διαδεδομένη ή μάλλον ευρέως παρεξηγημένη.
Ένα ερώτημα που θα μπορούσε να θέσει κανείς είναι αναφορικά με τις πιθανότητες εμφάνισης επιπλοκών. Ο McHovec σε μια επιστημονική μελέτη του το 1988, «Hypnosis Complication, Risks and Prevention» είχε αναφέρει περίπου πενήντα επιπλοκές βασισμένες πάνω σε παρατηρήσεις που έκανε σε πραγματικές περιπτώσεις ανθρώπων που χρησιμοποίησαν υπνοθεραπεία, τις οποίες επιπλοκές συνόψισε σε πέντε βασικές κατηγορίες (κρίσεις πανικού ή ψυχωτικά συμπτώματα, κατάθλιψη και αύξηση των πιθανοτήτων το άτομο να προβεί σε αυτοκτονία, συμπτώματα που προκύπτουν από «αντικατάσταση», συμπτώματα που προκύπτουν από απροσεξία, καμουφλάρισμα μιας φυσικής παθολογίας). Ωστόσο η έρευνα του χαρακτηρίστηκε από επόμενους ερευνητές (R.Baker, "They Call It Hypnosis") και ένθερμους υποστηρικτές της υπνοθεραπείας ως ένα πακέτο ιστοριών τρόμου. Σύγχρονες μελέτες από κατάλληλους ερευνητές δεν υπάρχουν πολλές και όσες υπάρχουν, παράλληλα με την εξύμνηση της υπνοθεραπείας, αφενός περιορίζουν τις πιθανότητες να πάει κάτι στραβά, αφετέρου δεν αποκλείουν κιόλας με σιγουριά το ότι κάτι μπορεί να πάει όντως στραβά, κατά κάποιο τρόπο ρίχνοντας το βάρος στην κριτική ικανότητα του ατόμου (του ασθενούς) που ενδιαφέρεται να μπει σε μια διαδικασία υπνοθεραπείας, ως προς το να επιλέξει τον κατάλληλο υπνοθεραπευτή, γιατί εκεί είναι το κλειδί, το κόλπο, η τσαχπινιά. Είναι όμως λύση αυτή; Μέχρι ποιού σημείου μπορεί να φτάσει ο «έλεγχος» του ασθενούς προκειμένου να «επιλέξει» (με τι κριτήρια άραγε) κατάλληλο υπνοθεραπευτή;
Αυτό που δημιουργεί τις όποιες αναστολές αναφορικά με τη μέθοδο αυτή κατά τη γνώμη μου δεν είναι τόσο τα Hollywood-ιανά σκηνοθετικά κατασκευάσματα περί τέλεσης ληστειών με ύπνωση, περί δημιουργίας τηλεκατευθυνόμενων εγκληματιών- κατασκόπων της CIA με ύπνωση κ.λ.π. Αν δεν θέλει κανείς να υπνωτιστεί δεν υπνωτίζεται! Αν υπνωτιστεί κάνει χρήση του δικού του παρόντος νοητικού δυναμικού και μπορεί να επανέλθει όποια ώρα θέλει ο ίδιος! Η επιτυχία της ύπνωσης εξαρτάται από τη δική του άφεση-χαλάρωση, δεν είναι κάτι που γίνεται με το ζόρι ή με μονομερείς ενέργειες του υπνοθεραπευτή. Και φυσικά στην κατάσταση Trance δεν πρόκειται να μετατραπεί σε κάτι άλλο από αυτό που είναι, δεδομένου ότι μέρος της ενσυνείδητης λειτουργίας του πάντα υπάρχει και εμμένει στο «Ηθικό του Εγώ» και λειτουργεί ως κύριος προσωπικός του κώδικας αντίδρασης. Το άτομο, το υπέρβαρο και μη παθολογικά παχύσαρκο άτομο για το οποίο αρχίσαμε να κάνουμε λόγο, μπορεί με κάποιες υποδείξεις, υποβολές, συστάσεις ενόσω βρίσκεται σε αυτό το στάδιο να αλλάξει συμπεριφορά ως προς την αντιμετώπιση του φαγητού, αλλά αυτό δεν του εγγυάται ότι θα είναι επιτυχές από μόνο του για την απώλεια βάρους και κατά την προσωπική μου εκτίμηση επεμβαίνει στη λειτουργία ενός μελετημένου διαιτολογίου, με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται. Δηλαδή ακόμα και ο προτεινόμενος συμπληρωματικός ρόλος της υπνοθεραπείας φαντάζει σε αυτή την περίπτωση λίγο αντιφατικός. Εάν το άτομο δεν μπορεί να ακολουθήσει ένα διαιτολόγιο και καταφύγει στον αποκλειστικό πλέον ρόλο της υπνοθεραπείας, καταλήξει να απέχει από σημαντικές τροφές, πόσο υγιές θα είναι;
Τι δημιουργεί κάποιες αναστολές λοιπόν ως προς το να καταφύγει κανείς σε υπνοθεραπεία; Μήπως το ότι η δυνατότητα παρέμβασης του υπνοθεραπευτή στη συνείδηση μας, με οποιοδήποτε τρόπο, απαιτεί όχι τη συνήθη εμπιστοσύνη που δείχνουμε σε ένα άλλο άτομο για διάφορα θέματα, σε ένα οποιοδήποτε γιατρό για οποιοδήποτε θέμα (σωματικής) υγείας, αλλά ένα είδος απόλυτης και καθοριστικής εμπιστοσύνης; Μπορούμε να επιδείξουμε ένα είδος απόλυτης και καθοριστικής εμπιστοσύνης ακόμα και στους ίδιους μας τους εαυτούς;
Δεν είναι κάτι που αφορά το σώμα και τις οργανικές του λειτουργίες. Είναι κάτι που αφορά από μια διαφορετική σκοπιά το πνεύμα, τον ψυχισμό και τις ισορροπίες του, ολόκληρη την ύπαρξη ενός ατόμου ως «πρόσωπο» (αν πρέπει να αναχθούμε και σε παραδοσιακές θεωρίες περί προσώπου-personhood). Όπως το ίδιο συμβαίνει να τρομάζουμε περισσότερο με τις ασθένειες του πνεύματος και της ψυχής παρά με αυτές του σώματος. Έπειτα οποιαδήποτε ψυχοθεραπεία μπορεί να έχει άλλα από τα επιθυμητά αποτελέσματα, και όχι αναγκαστικά στα χέρια ενός ανάξιου ψυχοθεραπευτή, γιατί όχι και η υπνοθεραπεία; (Frauman, Lynn, & Brentar, 1993; Kleinhauz & Eli, 1987; Judd, Burrows, Dennerstein, 1985; Kleinhauz & Beran, 1984; Orne, 1965; Rosen, 1957; Rosen & Bartemeier, 1961). Πόσο αντιμετωπίσιμες είναι οι ανεπιθύμητες συνέπειες ενός ψυχο-στραβοπατήματος; Ο υπνοθεραπευτής θα μπορεί να αποδείξει ότι δεν είναι το δικό του μέρος παρέμβασης υπαίτιο για το ανεπιθύμητο αλλά αυτό του «ασθενούς»; (Hilgard, 1971)
Υποστηρίζεται έντονα η λογική ότι αν ένα άτομο δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα με τις συμβατικές μεθόδους, δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει και με την υπνοθεραπεία (Crasilneck and Halls: “Clinical Hypnosis”). Κυρίως αν ο θεραπευτής δεν γνωρίζει πώς να θεραπεύσει κάτι και με τη συμβατική μέθοδο δεν μπορεί να το θεραπεύσει και με την υπνοθεραπεία (Dr. T. Moct). Στην προκειμένη περίπτωση αν ο υπνοθεραπευτής δεν μπορεί να χειριστεί με διαφορετικό τρόπο τη ψυχολογία κάποιου υπέρβαρου ή παχύσαρκου ατόμου προκειμένου να το βοηθήσει να επιδεικνύει κάποια εγκράτεια στο φαγητό του δεν μπορεί να το κάνει και με τη μέθοδο της υπνοθεραπείας. Ακόμα αν δεν ξέρει περί διαιτολογίας και διατροφολογίας δεν μπορεί να το χειριστεί σωστά υποβάλλωντας του μέσω υπνοθεραπείας εγκράτεια ως προς ορισμένες τροφές. Είναι όντως έτσι; Αυτό ενδεχομένως να είναι «αρχή», κανόνας, κλειδί, που να μπορεί να λειρουργεί και ενάντια στους κατά καιρούς κομπογιαννήτες, που ισχυρίζονται ότι έχουν τη μαγική και μεταφυσική ιακνότητα να θεραπεύουν με τη χρήση της ύπνωσης. Εκτός από την τυπική αυτή λειτουργία όμως ουσιαστικά βοηθά, κάνει κάποια διαφορά; Αυτό που πρέπει να γίνει σαφές είναι ότι ο σωστός υπνοθεραπευτής δεν έχει κανένα μαγικό χάρισμα, ούτε κάποιο υπερφυσικό ταλέντο, είναι ο ειδικευμένος επιστήμονας που εφαρμόζει σωστά κάποιες έγκυρες ιατρικές μεθόδους. Είναι αρκετό;
Εκτός από τον ιατρικό τομέα η ύπνωση έχει χρησιμοποιηθεί ή τείνει να έχει χρήση στο δικαστικό-ανακριτικό τομέα, για την ανάκληση της μνήμης του μάρτυρα, του θύματος και του κατηγορουμένου. Ο διάλογος για τη χρήση και τις προϋποθέσεις και συνθήκες χρήσης της ύπνωσης ως ανακριτικής μεθόδου είχε αρχίσει πριν από πολλές δεκαετίες. Στην Ελλάδα η χρήση της ύπνωσης εντάσσεται μαζί με τις μεθόδους ναρκοανάλυσης και τις μεθόδους «πολυγράφων» στις ανεπίτρεπτες ή αμφισβητούμενες μεθόδους εξέτασης του κατηγορουμένου. Για να υπνωτιστεί κάποιος πρέπει να το θέλει, δεν είναι κάτι που γίνεται με το ζόρι, όπως έχει προειπωθεί. Πώς θα μπορούσε λοιπόν η μέθοδος της ύπνωσης να «επιβληθεί» από κάποιο δικαστικό σύστημα, να είναι επιτυχής και να εξάγει «αξιόπιστο» αποτέλεσμα; Οι ουσιαστικότεροι ισχυρισμοί των ελλήνων νομικών (Αλεξιάδης, Ζησιάδης, Καράμπελας κλπ) κάνουν αναφορά για παραβίαση τόσο της ατομικής ελευθερίας, της αξιοπρέπειας όσο και των βασικών δικονομικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου (π.χ. δικαίωμα σιγής...), χαρακτηρίζουν την δικαστική επιβολή ύπνωσης για ανακριτικούς σκοπούς ως μια μορφή ψυχικής βίας (ψυχικός βασανισμός) η οποία θα έπρεπε να αποφεύγεται ακόμα κι αν η εφαρμογή της μεθόδου της ύπνωσης ζητείται από τον ίδιο τον κατηγορούμενο για την απόδειξη της αθωότητας του. Έτσι στην Ελλάδα θεωρείται νομικά ασυμβίβαστη μέθοδος. Περαιτέρω δεν γίνονται δεκτές μαρτυρίες που έχουν εκμαιευτεί με την εφαρμογή υπνωτικής μεθόδου. Από την άλλη σε κάποιες πολιτείες των ΗΠΑ η εφαρμογή της ύπνωσης για ανακριτικούς σκοπούς είναι επιτρεπτή κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις, οι οποίες πάλι ξεσηκώνουν ένα άλλο κύμα ηθικονομικού διαλόγου.
Η χρήση της υπνοθεραπείας είναι μια πρόκληση που έχει να υποσχεθεί και ενδεχομένως να καταφέρει πολλά. Από τη μια η μη διαδεδομένη (και χωρίς μακρά πρακτική άσκηση επιβεβαιωμένη) αλλά πολλά υποσχόμενη υπνοθεραπεία από ειδικευμένους ψυχίατρους ψυχοθεραπευτές και από την άλλη ψευδο-υπνοθεραπεία ή θεατρική-αναδρομική ύπνωση από αστρολόγους, μέντιουμ, κομπογιαννήτες. Παράλληλα κυκλοφορούν διάφορα εγχειρίδια που συνιστούν τρόπους χαλάρωσης και «αυτο-ΰπνωσης» αβέβαιης ορθότητας. Ας ελπίσουμε ότι η ενημέρωση προς το κοινό θα είναι μια πρώτη λύση ώστε να αποφευχθούν επιπόλαιες επιλογές που θα μπορούσαν να βλάψουν την πνευματική και σωματική υγεία.