promotional banner

Αντιμετωπίστε έγκαιρα τη στεφανιαία νόσο


Γράφει ο Δρ. Πέτρος Δανιάς
Αναπληρωτής Δ/ντής Β Καρδιολογικής Κλινικής υπεύθυνος MRI καρδιάς [src medgadget]

Με τον όρο «στεφανιαία νόσος» εννοούμε τη συγκέντρωση λιπιδίων (χοληστερίνης), ασβεστίου, άμορφου υλικού και κυτταρικών στοιχείων στο τοίχωμα των στεφανιαίων αρτηριών, με αποτέλεσμα την αύξηση του πάχους του τοιχώματος των αγγείων και την ελάττωση της διαμέτρου του αυλού τους.
Οι στεφανιαίες αρτηρίες είναι τα αγγεία που αιματώνουν τον μυ της καρδιάς και έχουν αποφασιστική σημασία για την καλή του λειτουργία. Οι κύριοι προδιαθεσικοί παράγοντες που ευθύνονται για την ανάπτυξη στεφανιαίας νόσου είναι το κληρονομικό ιστορικό, η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης, η υπερχοληστερολαιμία και το κάπνισμα.

Η παρουσία περισσότερων του ενός παραγόντων κινδύνου αυξάνει δραματικά τον συνολικό καρδιαγγειακό κίνδυνο. Αν ελαττωθεί η ροή αίματος στα στεφανιαία αγγεία, το οξυγόνοκαι τα θρεπτικά συστατικά που φτάνουν στον μυ της καρδιάς δεν επαρκούν και το μυοκάρδιο ισχαιμεί. Αν η ροή του αίματος διακοπεί και δεν αποκατασταθεί γρήγορα, τότε το μυοκάρδιο νεκρώνεται (έμφραγμα). Η καρδιά δεν έχει την ικανότητα να αναπλάθεται και συνεπώς τυχόν μυοκαρδιακή βλάβη είναι μόνιμη. Η ισχαιμία του μυοκαρδίου είναι αναστρέψιμη κατάσταση, ενώ το έμφραγμα όχι. Αποτέλεσμα της μόνιμης βλάβης από το έμφραγμα είναι ότι ελαττώνεται η συστολική απόδοση της καρδιάς, οπότε δυσκολεύεται πλέον να προωθήσει το αίμα στην κυκλοφορία.

Τα συμπτώματα της ισχαιμίας και του εμφράγματος του μυοκαρδίου είναι παρόμοια, διαφέρουν όμως ως προς τη χρονική διάρκεια και ενίοτε την ένταση. Η συνήθης περιγραφή είναι «πόνος στο στήθος» (στηθάγχη), που όμως μπορεί να έχει ποικίλους χαρακτήρες. Η τυπική στηθάγχη χαρακτηρίζεται από συσφικτικό πόνο, κάψιμο ή πίεση που εκτείνεται σε ευρεία έκταση πίσω από το στέρνο ή και σε ολόκληρο το στήθος. Τυπική είναι η εικόνα του ασθενούς που βάζει τη γροθιά πάνω στο στέρνο, ή η περιγραφή «νιώθω έναν ελέφαντα να κάθεται στο στήθος μου».

Η δυσφορία συχνά επεκτείνεται στην πλάτη, στον τράχηλο, στην κάτω γνάθο και στα δόντια, ή αντανακλά στους βραχίονες (συνηθέστερα στον αριστερό). Συχνά επίσης συνυπάρχει κρύος ιδρώτας, ναυτία, δύσπνοια και αίσθημα επικείμενου θανάτου. Η διάρκεια των συμπτωμάτων είναι λίγα λεπτά της ώρας στην ισχαιμία, ενώ μετά την πάροδο 15 - 20 λεπτών η πιθανότητα εμφράγματος αυξάνεται σημαντικά.

Η στεφανιαία νόσος μπορεί να έχει μια αρκετά σταθερή πορεία, όπου τα συμπτώματα εμφανίζονται σταδιακά και συμβαίνουν μόνο στην έντονη κόπωση. Αυτό συμβαίνει λόγω σχετικής ελάττωσης της ροής του αίματος σε στιγμές όπου η καρδιά καλείται να αποδώσει περισσότερο έργο. Σε άλλες περιπτώσεις η στεφανιαία νόσος εμφανίζεται με αστάθεια: πρωτοεμφανιζόμενα συμπτώματα, στηθάγχη ηρεμίας ή βραδινή, που αφυπνίζει τον ασθενή. Η ασταθής στηθάγχη, αν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα, έχει πιθανότητα περίπου 30% να οδηγήσει σε έμφραγμα. Δυστυχώς σε αρκετές περιπτώσεις και ιδίως σε νέους η στεφανιαία νόσος μπορεί να εμφανιστεί με αιφνίδιο θάνατο ως πρώτο σύμπτωμα. Αυτό καταδεικνύει τη σημασία της έγκαιρης πρόληψης. Το ιστορικό είναι καθοριστικό στην εκτίμηση για πιθανότητα ύπαρξης στεφανιαίας νόσου.

Από μόνο του, όμως, το ιστορικό συνήθως δεν αρκεί για να αποκλείσει την παρουσία στεφανιαίας νόσου, μια και το είδος και η εμφάνιση συμπτωμάτων ποικίλλουν ευρέως. Το ηλεκτροκαρδιογράφημα ηρεμίας μπορεί να καταδείξει την παρουσία μυοκαρδιακής βλάβης (εμφράγματος) πρόσφατου ή και παλαιότερου. Μικρά εμφράγματα ή βλάβες σε ηλεκτροκαρδιογραφικά «σιωπηλές» περιοχές της καρδιάς μπορεί να μην εμφανίζονται στο καρδιογράφημα. Η παρουσία ισχαιμίας μπορεί να διαγνωστεί μόνο αν η εξέταση γίνει την ώρα που ο ασθενής έχει συμπτώματα. Για τον λόγο αυτόν η διαγνωστική αξία του ηλεκτροκαρδιογραφήματος ηρεμίας για τη στεφανιαία νόσο είναι γενικά χαμηλή. Το τρίπλεξ καρδιάς εκτιμά τη συνολική και τμηματική συστολική λειτουργικότητά της. Tο υπερηχογράφημα ηρεμίας όπως και το ηλεκτροκαρδιογράφημα έχουν μικρή αξία για τη διάγνωση της στεφανιαίας νόσου πριν αυτή προκαλέσει μόνιμες βλάβες. Κομβικό σημείο για τη διάγνωση της στεφανιαίας νόσου έχουν τα stress τεστ. Η απλούστερη μορφή είναι το τεστ κόπωσης σε κυλιόμενο διάδρομο, κατά το οποίο ο εξεταζόμενος περπατά με σταδιακά αυξανόμενη ταχύτητα και κλίση στο διάδρομο, ενώ παρακολουθείται συνεχώς ο σφυγμός, η αρτηριακή πίεση και το ηλεκτροκαρδιογράφημα. Αν στην έντονη άσκηση δεν μεταβληθεί το ηλεκτροκαρδιογράφημα, εμμέσως και εκ του αποτελέσματος, συμπεραίνουμε ότι η πιθανότητα να υπάρχουν σημαντικές στενώσεις στα στεφανιαία αγγεία είναι μικρή.

Πιο ακριβείς διαγνωστικά εξετάσεις είναι αυτές στις οποίες εκτός του ηλεκτροκαρδιογραφήματος παρακολουθείται επίσης η αιμάτωση του μυοκαρδίου στην άσκηση και στην ηρεμία (σπινθηρογράφημα) ή η κινητικότητα των τοιχωμάτων της καρδιάς (stress echo). Με τις απεικονιστικές αυτές μεθόδους αυξάνεται η πιθανότητα πρώιμης διάγνωσης κλινικά σημαντικών στενώσεων των στεφανιαίων αρτηριών, όπου η παρουσία τους εκφράζεται ως διαταραχή αιμάτωσης ή κινητικότητας με το stress. Ο πιο άμεσος τρόπος εκτίμησης της στεφανιαίας νόσου είναι με στεφανιογραφία. Η επεμβατική εκλεκτική σκιαγράφηση των στεφανιαίων είναι η καλύτερη μέθοδος προκειμένου να εκτιμηθεί η παρουσία και βαρύτητα της στεφανιαίας νόσου.

Την τελευταία πενταετία έχει αναπτυχθεί και η αναίμακτη στεφανιογραφία, όπου το σκιαγραφικό εγχέεται από τη φλέβα και λαμβάνεται υψηλής ευκρίνειας αξονική τομογραφία στην καρδιά στη διάρκεια μιας συγκράτησης της αναπνοής. Η διαγνωστική αξία της αξονικής στεφανιογραφίας έγκειται κυρίως στον αποκλεισμό της ύπαρξης στεφανιαίας νόσου σε ασθενείς με χαμηλή ή ενδιάμεση πιθανότητα. Οι εξετάσεις για τη διάγνωση της στεφανιαίας νόσου έχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Όσο πιο ακριβής είναι μια εξέταση, τόσο και οι κίνδυνοι που σχετίζονται με αυτήν αυξάνονται. Για παράδειγμα, η επεμβατική στεφανιογραφία που είναι η απόλυτα καθοριστική εξέταση έχει κίνδυνο περίπου 1/1.000 για σοβαρές επιπλοκές (εγκεφαλικό επεισόδιο, έμφραγμα, θάνατο). Επιπλέον η έκθεση σε ακτινοβολία που έχουν το σπινθηρογράφημα και η στεφανιογραφία δεν είναι αμελητέα, αυξάνοντας τον κίνδυνο καρκινογένεσης στο απώτερο μέλλον.

Συνεπώς, η επιλογή της πλέον κατάλληλης εξέτασης για τον κάθε ασθενή πρέπει να γίνεται από τον θεράποντα καρδιολόγο. Σε κάθε περίπτωση, η διακοπή του καπνίσματος και η κατάλληλη ρύθμιση των λοιπών παραγόντων κινδύνου (αρτηριακή πίεση, σάκχαρο, χοληστερίνη) είναι βέβαιο ότι ελαττώνει σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών συμβάντων και πρέπει να εφαρμόζεται προληπτικά σε όλους ανεξαιρέτως.

[Life Mag]