promotional banner

Η γλυκομαννάνη προλαμβάνει και αντιμετωπίζει τη δυσκοιλιότητα


Η γλυκομαννάνη, είναι τεκμηριωμένα πολύτιμος σύμμαχος στην υγεία μας, διατηρεί την καλή εντερική λειτουργία, προλαμβάνει και αντιμετωπίζει τη δυσκοιλιότητα.

Τα πολυβιταμινούχα συμπληρώματα διατροφής αποτελούν σημαντική βοήθεια για την επίτευξη ή τη διατήρηση καλής κατάστασης θρέψης του οργανισμού, με την προϋπόθεση βέβαια η σύστασή τους να γίνεται από αρμόδια καταρτισμένους επαγγελματίες υγείας.

Τα παραπάνω τόνισαν οι ομιλητές κατά τη διάρκεια Επιστημονικής Εκδήλωσης των ΠΡΟ.ΣΥ.ΦΑ.Π.Ε. και ΠΕΙ.ΦΑ.ΣΥΝ. με την παρουσία πάνω από 740 φαρμακοποιών.

Οι φυτικές ίνες διατηρούν την καλή εντερική μας λειτουργία και προλαμβάνουν τη δυσκοιλιότητα με βάση τα όσα ανέπτυξε ο κος Μανώλης Συμβουλάκης, Γαστρεντερολόγος- Ηπατολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης Νοσ. ‘ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ’.

Επιδημιολογικές μελέτες αποδεικνύουν ότι η πρόσληψη φυτικών ινών από τη διατροφή δεν είναι επαρκής. Για το λόγο αυτό, ένα διατροφικό συμπλήρωμα διαλυτών φυτικών ινών έχει ευεργετικές ιδιότητες.

Η κα Αν. Κόκκαλη, Διαιτολόγος - Διατροφολόγος, τόνισε χαρακτηριστικά ότι η κατάλληλη διατροφική συμπεριφορά μπορεί να συμβάλει στην καλή λειτουργία του εντέρου. Η κατανάλωση τροφίμων πλούσιων σε φυτικές ίνες, σε συνδυασμό με επαρκή λήψη υγρών, τακτική σωματική άσκηση και μείωση του στρες είναι οι βασικοί παράγοντες στην πρόληψη αλλά και την καταπολέμηση της δυσκοιλιότητας. Εάν, κάποιος θέλει να είναι σίγουρος ότι η ημερήσια πρόσληψη του σε ίνες είναι επαρκής, ένα συμπλήρωμα διατροφής με διαλυτές φυτικές ίνες που περιέχει γλυκομαννάνη, συνιστάται.

Η γλυκομαννάνη είναι μια διαλυτή φυτική ίνα που δεσμεύει μεγαλύτερη ποσότητα νερού (100 έως 200 φορές το βάρος της) από άλλες, πιο παραδοσιακές ίνες. Όταν λαμβάνεται τακτικά, έχει αποδειχθεί ότι βοηθά τη διατήρηση της ομαλής λειτουργίας του εντέρου διατηρώντας το ‘τακτικό’ κάθε μέρα, μειώνοντας πολλές φορές την ανάγκη για χρήση φαρμάκων κατά της δυσκοιλιότητας, αλλά επίσης οδηγεί σε μια σημαντική βελτίωση των συμπτωμάτων, που συνοδεύουν συχνά τη δυσκοιλιότητα.

Η επιπρόσθετη πρεβιοτική δράση διεγείρει την αύξηση των ωφέλιμων βακτηρίων στο έντερο, βελτιώνοντας την πέψη και την κινητικότητα του εντέρου, με αποτέλεσμα τη διατήρηση της ομαλής εντερικής δραστηριότητας.

O κος Λάμπρος Μελίστας, Κλινικός Διαιτολόγος- Διατροφολόγος Υποψήφιος Διδάκτωρ Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, επεσήμανε ότι ο σύγχρονος τρόπος ζωής αποτελεί ιδανικό πεδίο εμφάνισης οριακών και μη ανεπαρκειών σε μικροθρεπτικά συστατικά, αφού οι εξαντλητικοί ρυθμοί και οι υψηλές απαιτήσεις της καθημερινής ζωής στερούν από τον οργανισμό ουσίες απαραίτητες για την ομαλή λειτουργία του, με αποτέλεσμα τη σταδιακή εξασθένισή του.

Στόχος των πολυβιταμινούχων συμπληρωμάτων είναι η αναπλήρωση των αναγκών σε άτομα με ανεπαρκή πρόσληψη (π.χ. σε περιοριστικές δίαιτες αδυνατίσματος), η κάλυψη των αναγκών σε άτομα με αυξημένες ανάγκες ( π.χ. εγκυμοσύνη), η βελτίωση της συνολικής υγείας και της φυσικής κατάστασης, η επιμήκυνση της βιωσιμότητας και καθυστέρηση της γήρανσης, η τόνωση σε περίοδο ανάρρωσης, η αντιμετώπιση των συμπτωμάτων του στρες, η βελτίωση της απόδοσης ατόμων που αθλούνται και η πρόληψη ή αντιμετώπιση διάφορων συμπτωμάτων και παθήσεων (καρδιαγγειακά νοσήματα, καρκίνος, μειωμένη όραση, δερματολογικές παθήσεις κ.α).

Τα πολυβιταμινούχα συμπληρώματα, επιβεβαίωσε ο ομιλητής, μπορούν να αποτελέσουν σημαντική βοήθεια για την επίτευξη ή τη διατήρηση καλής κατάστασης θρέψης του οργανισμού. Επιπρόσθετα, τα πολυβιταμινούχα συμπληρώματα φαίνεται ότι είναι ασφαλή, με την προϋπόθεση ότι η σύστασή τους γίνεται από αρμόδια καταρτισμένους επαγγελματίες υγείας.

Το να προτείνουν οι επαγγελματίες υγείας, συνέχισε ο κος Μελίστας, πολυβιταμινούχο σκεύασμα στον ασθενή είναι απόλυτα ενδεδειγμένη μέθοδος, όταν είναι σίγουροι ότι οι διατροφικές συνήθειες του ασθενή δεν καλύπτουν την απαραίτητη δοσολογία σε βιταμίνες και ιχνοστοιχεία.

Ιδανικό συμπλήρωμα διατροφής διευκρίνισε ο κος Μελίστας θεωρείται εκείνο που ακολουθεί τη λογική του low dose concept και έχει μέσω κλινικών μελετών αποδειχθεί ότι η συγκεκριμένη δοσολογία αρκεί, με αποτέλεσμα να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος υπερβιταμίνωσης (λιποδιαλυτές βιταμίνες) ή υπερδοσολογίας.