promotional banner

Εργασιακό στρες και υγεία


Γράφει ο Γ.Κ. Τούντας
Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών

Το εργασιακό στρες σχετίζεται με τις φυσικές συνθήκες εργασίας, με τη θέση του εργαζομένου στην επιχείρηση και τη σχέση του με το εργασιακό περιβάλλον.

Οι πιο συνηθισμένοι στρεσογόνοι φυσικοί παράγοντες είναι ο φωτισμός, ο θόρυβος, η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, το ψύχος, οι δονήσεις, η θερμότητα. Οι επαναλαμβανόμενες κινήσεις κατά την εργασία και η ανύψωση βαρών αποτελούν επίσης στρεσογόνους σωματικούς παράγοντες.

Σε ό,τι αφορά τη κατηγορία των ψυχοκοινωνικών παραγόντων, ιδιαίτερης βαρύτητας στρεσογόνο είναι η απόλυση από την εργασία, ενώ μικρότερης βαρύτητας είναι η αλλαγή των συνθηκών εργασίας. Η ψυχοκοινωνική επιβάρυνση συχνά σχετίζεται και με τον τρόπο οργάνωσης της εργασίας, τις συνθήκες απασχόλησης, το αντικείμενο και το περιεχόμενο της εργασίας, το πρόγραμμα εργασίας, το εισόδημα, τις υπερωρίες, τις τριβές με τη διοίκηση ή τους συναδέλφους, την υγιεινή και ασφάλεια.

Έχει διαπιστωθεί επίσης πως η ψυχοκοινωνική πίεση στην εργασία επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τις απαιτήσεις της εργασίας, το βαθμό ικανοποίησης από αυτήν, τις δυνατότητες των εργαζομένων για ανάληψη πρωτοβουλιών και για εξέλιξη. Για το λόγο αυτό άλλωστε, ο συνδυασμός της εργασίας με υψηλές απαιτήσεις και μικρές δυνατότητες επιρροής αποτελεί συχνά σημαντική πηγή στρες, ενώ το εύκαμπτο ωράριο και η προσωπική οργάνωση της εργασίας εξασφαλίζουν μεγαλύτερη αυτονομία του εργαζομένου.

Ένα άλλο μοντέλο ερμηνείας του εργασιακού στρες στηρίζεται στο δίπολο προσπάθεια-επιβράβευση. Η προσπάθεια που καταβάλλει ένας εργαζόμενος εξαρτάται από τις «εξωγενείς» απαιτήσεις και από τα «ενδογενή» κίνητρα.

Η προσπάθεια μπορεί να επιβραβεύεται με χρήματα, εκτίμηση, καταξίωση και ασφάλεια. Όταν κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, όταν δηλαδή υπάρχει μεγάλη προσπάθεια και μικρή ανταμοιβή, τότε αυξάνει το στρες, και συνακόλουθα οι διαταραχές της υγείας. Έρευνα του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας διαπίστωσε ότι περισσότεροι από το 25% των εργαζομένων βιώνουν καταστάσεις στρες στην εργασία τους.

Ένας στους πέντε ευρωπαίους εργαζόμενους αισθάνεται κόπωση και ένας στους οκτώ υποφέρει από πονοκέφαλο. Επίσης, οχτώ στους δέκα βέλγους εργαζόμενους παρουσίασαν αυξημένη ψυχολογική επιβάρυνση κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, ενώ τέσσερις στους δέκα άγγλους χειριστές ηλεκτρονικών υπολογιστών νιώθουν ότι το ψυχοκοινωνικό στρες έχει αυξηθεί.

Άλλες ευρωπαϊκές έρευνες για τις συνθήκες εργασίας, δείχνουν ότι 9-12% των ανδρών και 9-11% των γυναικών στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι εκτεθειμένο σε εργασιακή πίεση κατά το μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας (υψηλό ποσοστό βρέθηκε ειδικότερα στη Γερμανία, την Ελλάδα και την Ολλανδία). Η εργασιακή πίεση ευθύνεται για το 5,5 % περίπου του συνόλου των απουσιών των εργαζομένων στη Σουηδία.

Η έκταση του φαινομένου οφείλεται κυρίως στις συνθήκες εργασίας που επικρατούν. Περισσότεροι από το 1/3 των εργαζομένων δεν έχουν καμιά άλλη αρμοδιότητα εκτός από την ολοκλήρωση των εργασιακών καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί.

Περισσότεροι από το 1/3 δεν μπορούν να κάνουν διάλειμμα όταν το χρειάζονται, ενώ τέσσερις στους δέκα δεν έχουν τη δυνατότητα να αποφασίσουν μόνοι τους το διάστημα διακοπών τους ή τις ημέρες της άδειάς τους. Περίπου οι μισοί από τους εργαζόμενους στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης απασχολούνται σε μονότονες εργασίες. Η μονοτονία και η επανάληψη στην εργασία είναι φαινόμενα που παρατηρούνται περισσότερο στη Γαλλία, την Ελλάδα και την Ισπανία.

Οι εργαζόμενες γυναίκες είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένες σε στρεσογόνους παράγοντες. Οι γυναίκες και οι νεότεροι εργαζόμενοι έχουν τους περισσότερους περιορισμούς. Οι γυναίκες κερδίζουν κατά κανόνα λιγότερα χρήματα και έχουν χαμηλότερου κύρους εργασία απ’ ό,τι οι άνδρες. Ένας μεγάλος αριθμός εργασιών που διεκπεραιώνονται από γυναίκες περιλαμβάνει άμεση επαφή με πελάτες, η οποία πολλές φορές συνεπάγεται ένταση και στρες. Οι γυναίκες ελέγχουν επίσης λιγότερο το ρυθμό της δουλειάς τους απ’ ό,τι οι άνδρες, ενώ και οι υπερωρίες έχουν μεγαλύτερη στρεσογόνα επίδραση στις γυναίκες.

Οι στρεσογόνοι αυτοί παράγοντες έχουν σημαντικές επιδράσεις στην υγεία των εργαζομένων. Από πολλές μελέτες διαπιστώνεται σημαντική συσχέτιση μεταξύ εργασιακής επιβάρυνσης και διαφόρων νοσημάτων. Σε σύγκριση με το σύνολο των εργαζομένων, οι εργαζόμενοι που υφίστανται στρεσογόνο πίεση διατρέχουν τέσσερις με πέντε φορές μεγαλύτερο κίνδυνο καρδιαγγειακών νοσημάτων.

Μελέτη που έγινε στη Δανία έδειξε ότι 14% της πρώιμης καρδιαγγειακής θνησιμότητας στις γυναίκες οφείλεται στις επιδράσεις της μονοτονίας και της επαναλαμβανόμενης εργασίας, 7% στην εργασιακή πίεση και 2% στο παθητικό κάπνισμα στον εργασιακό χώρο. Στην ίδια χώρα, επαγγέλματα πιο εκτεθειμένα στο εργασιακό στρες, όπως οδηγοί μεταφορικών μέσων, σερβιτόροι και αστυνομικοί, παρουσίαζαν υψηλότερο ποσοστό καρδιαγγειακών νοσημάτων. Επίσης, σε επαγγέλματα που είναι ιδιαίτερα μονότονα και που προσφέρουν λίγες δυνατότητες για νέες γνώσεις παρατηρείται υψηλότερη θνησιμότητα από καρδιαγγειακά νοσήματα.

Το στρες κάνει επίσης τα άτομα πιο ευερέθιστα και επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο εργάζονται και την προσπάθεια που καταβάλλουν. Οι απουσίες λόγω αρρώστιας αυξάνουν και πολλά άτομα αναγκάζονται να αλλάξουν εργασία, ή να μείνουν άνεργοι. Μια από τις διαπιστώσεις της έρευνας «Whitehall II» στους δημόσιους υπάλληλους της Μ. Βρετανίας, αφορούσε την ύπαρξη εξαπλάσιων απουσιών, βραχυχρόνιων και μακροχρόνιων, στους υπάλληλους της χαμηλότερης βαθμίδας σε σύγκριση με τους υπάλληλους της υψηλότερης βαθμίδας. Ειδικότερα, διαπιστώθηκε ότι ο αριθμός των απουσιών σχετίζεται κυρίως με το βαθμό ελέγχου που ασκούν οι εργαζόμενοι στην εργασία τους.

Ακόμα και όταν είναι αυξημένες οι απαιτήσεις, εφόσον ασκείται έλεγχος στο αντικείμενο της εργασίας, οι απουσίες είναι λιγότερες. Και ως συνήθως, υψηλές απαιτήσεις, σημαντικός έλεγχος και ισχυρή υποστήριξη είναι πιο διαδεδομένα στους υψηλόβαθμους εργαζόμενους. Η άσκηση ελέγχου, όμως, δεν παρουσιάζει την ίδια ισχυρή συσχέτιση με τις απουσίες στους χαμηλόβαθμους υπάλληλους, στους οποίους η εργασιακή υποστήριξη ασκεί πιο ισχυρή προστατευτική επίδραση.

Σύμφωνα με μια άλλη μεγάλη έρευνα στις ΗΠΑ, οι αμερικανοί εργαζόμενοι σε αυτοκινητοβιομηχανίες ιαπωνικής ιδιοκτησίας παρουσίαζαν λιγότερες απουσίες απ' ό,τι οι συνάδελφοί τους σε αυτοκινητοβιομηχανίες αμερικανικής ιδιοκτησίας. Η διαφορά αποδόθηκε στη διαφορετική φιλοσοφία διοίκησης των Ιαπώνων, η οποία στηρίζεται στην ομαδικότητα, στην κυκλική εναλλαγή στις θέσεις εργασίας, στη συμμετοχή των εργαζομένων στις διαδικασίες αποφάσεων και στην αποτελεσματική εκπαίδευση των νεοπροσληφθέντων.[lifeMAG]