…Then we take Berlin
Γράφει ο Άρης Τερζόπουλος
Η μνήμη μας είναι συνεχής, αλλά μερικές φορές περιλαμβάνει και εικόνες από παρελθόντα που δεν θυμόμαστε.
Εικονογράφηση: Sergey Tyukanov
Ήταν ένα βράδυ πριν από δυο τρεις μήνες, όταν καθώς τρώγαμε με τονΝίκο και τη Ντόλυ, ο Νίκος μας είπε πως το Δεκέμβριο θα πήγαινε για ένα τριήμερο στο Βερολίνο. «Δεν πάμε και εμείς;» είπε η Ευγενία. «Και δεν πάμε» είπα εγώ.
Τα τελευταία χρόνια δεν ταξιδεύω πολύ και αυτόν τον καιρό είχα ειδική διάθεση για ένα μικρό ταξίδι. Και είμαι μια χαρά και με τα μικρά ταξίδια. Από καιρό θεωρούσα ότι τα ταξίδια είναι το καλύτερο δώρο που μπορούμε να κάνουμε στον εαυτό μας και αυτό γιατί τα ταξίδια είναι αυτό που λέει η λέξη. Ταξίδια.
Είναι καλό εφ’ όσον μπορούμε να ταξιδεύουμε. Είναι το πιο ριζοσπαστικό φάρμακο απέναντι στις βεβαιότητες της πραγματικότητας. Ο μικρός αποπροσανατολισμός που δημιουργούν τα ταξίδια είναι ότι καλύτερο για να ανακατεύουμε τις βεβαιότητές μας. Έστω και για λίγο ξεφεύγουμε από αυτές τις βεβαιότητες και αυτό θεωρητικά είναι πολύ δημιουργικό. Και έτσι λοιπόν αποφασίσαμε να κάνουμε αυτό το μικρό ταξίδι. Επί πλέον δεν είχα πάει ποτέ στο Βερολίνο.
Όσο οι μέρες για την αναχώρηση πλησίαζαν τα νέα για τον καιρό έλεγαν πως το θερμόμετρο στο Βερολίνο ήταν στους μείον δώδεκα. «Δεν βαριέσαι» σκεφτόμουν το πρωί της αναχώρησης καθώς ξυπνήσαμε από τις εξήμιση για να είμαστε στο αεροδρόμιο στην ώρα μας «και στη Μόσχα όταν είχα πάει πριν από καμιά δεκαριά χρόνια το θερμόμετρο έλεγε μείον είκοσι και περάσαμε πολύ ωραία».
Στις εννιά παρά τέταρτο καθώς το αεροπλάνο ξεχυνόταν στον διάδρομο για την απογείωση έγειρα το κεφάλι μου στο κάθισμα και καθώς οι ρόδες ξεκολλούσαν από το έδαφος , άρχισα να βυθίζομαι σ’ ένα μικρό πρωινό ύπνο. Όταν ξύπνησα μετά από καμιά ώρα το αεροπλάνο βρισκόταν κάπου κοντά στο Βελιγράδι. Η πτήση για το Βερολίνο δεν κρατάει πολύ. Τρεις ώρες παρά ένα τέταρτο.
Μετά από καμιά ώρα και ενώ θέλαμε ακόμη τρία τέταρτα για το Βερολίνο διάβαζα ένα περιοδικό που είχα πάρει μαζί μου και η Ευγενία που καθόταν στον απέναντι κάθισμα από το διάδρομο είχε βγάλει ένα μικρό μπουκαλάκι, από εκείνα που περιέχουν αντισηπτικό ζελέ. Απορούσα πως δεν της το κράτησαν στον έλεγχο αφού απαγορεύονται τα υγρά στο αεροπλάνο.
Η Ευγενία άνοιξε το μπουκαλάκι και ξαφνικά -προφανώς από τη διαφορά πίεσης- το περιεχόμενο πετάχτηκε στον αέρα και με θαυμαστή ακρίβεια σκοπευτή το παχύρευστο ζελέ πήγε όλο στο αριστερό μάτι της Ευγενίας. Ο κερατοειδής στο μάτι μας είναι γεμάτος νεύρα και ο πόνος που προκαλείται όταν κάποιο καυστικό υγρό πέσει εκεί- το αντισηπτικό ζελέ περιέχει περίπου 70% οινόπνευμα- είναι ιδιαίτερα οξύς.
Η Ευγενία που εισέπραξε την εμπειρία από πρώτο χέρι και από τον πόνο πετάχτηκε σχεδόν μέχρι το ταβάνι του αεροπλάνο. Εμείς τρέξαμε δίπλα της μαζί με τις αεροσυνοδούς που ήταν δίπλα, ενώ οι επιβάτες κοίταζαν προς το μέρος μας μην ξέροντας να πρόκειται για αεροπειρατεία ή για κάτι άλλο. Το να έχεις την εντύπωση πως σου καίγεται το μάτι ενώ βρίσκεσαι 10 χιλιόμετρα πάνω από τη γη μέσα σ’ ένα αεροπλάνο σίγουρα δεν είναι και το καλύτερο που μπορεί να σου τύχει.
Δεν είναι μόνο ο πόνος, είναι και η αγωνία μην προσγειωθείς ως Στήβυ Γουώντερ. Και δεν ξέρει και να τραγουδάει. Δυο λεπτά μετά την προσγείωση οι νοσοκόμοι και τραυματιοφορείς είχαν φτάσει δίπλα στην Ευγενία και της έδιναν τις πρώτες βοήθειες, ενώ μετά από λίγο αναχωρούσε με την Ντόλυ με το νοσοκομειακό για την κλινική. Αφού πήγαμε με τον Νίκο τις βαλίτσες στο ξενοδοχείο ξεκινήσαμε και εμείς σε λίγο για την κλινική.
Εκεί η γερμανική οργάνωση βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη και μετά από τις εξετάσεις βγήκε και η ετυμηγορία. Το αντισηπτικό είχε κάψει το 75% του κερατοειδούς της Ευγενίας, αλλά ευτυχώς σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο κερατοειδής είναι από τους ιστούς που αναπλάθονται με μεγάλη ταχύτητα. Ευτυχώς που από την ώρα του ατυχήματος μέχρι την κλινική δεν είχε περάσει πάρα πάνω από μιάμιση ώρα. Αλλιώς η ζημιά θα μπορούσε να είχε γίνει σοβαρότερη.
Έτσι η Ευγενία το περισσότερο που είδε από το Βερολίνο ήταν η μοκέτα του δωματίου της , γιατί από συμπαράσταση είχε κλείσει και το άλλο μάτι που είχε δεχτεί μόνο μικρή δόση από το αντισηπτικό.
Το άλλο πρωί ξύπνησα στο δωμάτιό μου γύρω στις επτάμιση το πρωί. Η Ευγενία ήταν στο δικό της δωμάτιο μαζί με τη Ντόλυ που έμεινε μαζί της και είχε μεταβληθεί σε νοσοκόμα πρώτης γραμμής. Κατέβηκα κάτω γύρω στις οχτώ , έφαγα το πρωινό μου και μετά βγήκα για μια βόλτα έξω. Το κρύο ήταν στους μείον δώδεκα, αλλά δεν φυσούσε και έτσι η βόλτα ήταν εφικτή.
Φορούσα κι ένα δερμάτινο μπουφάν, φορούσα κι ένα σκούφο που μου είχε δώσει ο Νίκος κι έτσι ξεκίνησα για μια πρωινή βόλτα, σαν Άγιος Βασίλης ντυμένος στα μαύρα. Το ξενοδοχείο μας βρισκόταν εκεί που παλιότερα ήταν το ανατολικό Βερολίνο και τα κάποτε ζοφερά κτίρια είχαν αποκτήσει στα ισόγειά τους μπουτίκ, μαγαζιά και γκαλερί, που δύσκολα σε άφηναν να φανταστείς πως ήταν η καθημερινή ζωή εδώ πριν από είκοσι μόνο χρόνια.
Αλλάζουν τα πράγματα με γρήγορο ρυθμό και το παρόν σκεπάζει το παρελθόν με τις καινούργιες μορφές της πραγματικότητας σ’ αυτόν τον ατελείωτο δρόμο της Ιστορίας με τις αναπάντεχες στροφές. Περιέργως το Βερολίνο παρ’ όλο που δεν έχω σχέση με την γερμανική νοοτροπία και κουλτούρα μου φαινόταν οικείο. Όπως και η Νέα Υόρκη μου ήταν πάντα οικεία από την πρώτη φορά που πήγα.
Αντίθετα το Παρίσι που έχω πάει καμιά εκατοστή φορές ποτέ δεν έγινε οικείο, όπως και το Λονδίνο παρ’ όλο που εγγλέζικη κουλτούρα μου είναι οικεία. Συνέχισα τη βόλτα μου και μετά από λίγο μπήκα σ’ ένα μεγάλο πολυκατάστημα για να πάρω γάντια, αλλά παρ’ όλο που μπήκα γι αυτό το σκοπό δεν αγόρασα γάντια. Ανέβαινα πάνω κάτω στο πολυκατάστημα καθώς οι μνήμες είχαν αρχίσει να πλησιάζουν.
Κάπου εδώ κοντά… αλλά δεν ήξερα που. Ούτε και σε όλη την προηγούμενη ζωή μου είχα σκεφτεί την σχετική προοπτική. Δεν είχε προκύψει. Είναι οι περίεργες διαδρομές μας. Αυτές που γνωρίζουμε και άλλες που δεν τις θυμόμαστε ούτε σαν υποψία. Και δεν επανέρχονται παρά μόνο αν βρεθεί κάτι να ξυπνήσει τη μνήμη. Βγήκα έξω από το πολυκατάστημα και μπήκα σε ένα καφέ που βρισκόταν από κάτω.
Πήρα ένα καπουτσίνο και βγήκα στις καρέκλες που βρίσκονταν έξω και άναψα ένα τσιγάρο, ενώ στα διπλανά τραπέζια δυο νεαρές Βερολινέζες είχαν ανάψει κι αυτές τα τσιγάρα τους. Εδώ κοντά…αλλά που; Είχα πάρει και μια μικρή κινηματογραφική κάμερα που είχα μαζί μου και καθώς έπινα τον καφέ κατέγραφα και τις φάτσες των περαστικών που περνούσαν πάνω κάτω. Τέλειωσα και ένα δεύτερο τσιγάρο μαζί με τον καφέ μου και μετά σηκώθηκα. Αλλά δεν ήξερα προς τα πού να πάω.
Άφησα να το πόδια μου να με πάνε όπου ήθελαν, όπως και τώρα που η συνείδησή μου δεν καθοδηγεί αυτά που γράφω, παρά μόνο κάποια μακρινή μνήμη. Καθώς περπατούσα άκουγα τις ριπές από τα πολυβόλα και τα ημιαυτόματα. Πλησίασα. Τώρα μπορούσα να ακούω και τις ερπύστριες των τανκς.
Συγκεχυμένες φωνές μέσα στο θόρυβο της τρομερής μάχης. Φωτιές καπνοί και πυροβολισμοί από κάθε κατεύθυνση. Μετά από λίγο κοντοστάθηκα. Η ώρα ήταν έντεκα, αλλά οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν σχεδόν οριζόντια. Αυτή την εποχή του χρόνου, ο ήλιος στο Βερολίνο δεν ανεβαίνει ψηλά στον ορίζοντα. Κρατάει μια τροχιά χαμηλά πάνω από τον ορίζοντα προς το νοτιά. Τότε ήταν όμως διαφορετικά. Ο ήλιος ήταν ψηλότερα. Πρέπει να ήταν άνοιξη. Προχώρησα μερικούς δρόμους πάρα κάτω.
Μπροστά μου ήταν ένας δρόμος με γραμμές του τραμ που πήγαιναν προς τα νότια. Υπήρχαν και τότε αυτές οι γραμμές του τραμ; Δεν θα μπορούσα να θυμηθώ. Εξ άλλου ήταν ένα γρήγορο πέρασμα. Κάπου εδώ τριγύρω τότε πριν από 64 χρόνια , έπεσε η προηγούμενη υλοποίηση μου, από την οποία δεν είχα καμία μνήμη. Κάπου εδώ έφυγε το πνεύμα μου εκείνη την άνοιξη και πήγε νότια, στο κρεβάτι που το σώμα του πατέρα μου και της μάνας μου σε μια στιγμή της αγάπης τους με συνέλαβαν.
Το τσιγάρο που είχα αφήσει αναμμένο είχε φτάσει στο τέλος του και χωρίς να το καταλάβω η καύτρα άγγιζε τα δάχτυλά μου. Το πέταξα και συνέχισα…
First we take Manhattan. Then we take Berlin...
[ΚΛΙΚ]