Η απόλυση από τη δουλειά μπορεί να ανεβάσει τη λίμπιντο;
Nα πω ότι δεν το περίμενα; Να πω ότι δεν με είχαν προετοιμάσει η ζωή και η εμπειρία; Οχι, καλές μου, όλα έμαθα να τα αναμένω σε αυτόν τον κόσμο, ακόμη και τον σεισμό. Οπότε δεν έπρεπε να εκπλαγώ όταν μου είπε η Τζένη ότι «το έκανε».
Διότι η Τζένη είναι περίπτωση. Με μπαμπά αυστηρό, ζόρικο, ο οποίος την είχε από μικρή στα «μην» και τα «δεν». Και κλείσε μέσα την Τζένη και πάρκαρέ την απέναντι στην τηλεόραση όταν όλες οι υπόλοιπες δεν προλαβαίναμε καν να ξεκουμπωθούμε από την ερωτική φούρια. Δεν λέω ότι δυστύχησε.
Λέω ότι άργησε, ότι αγχώθηκε και ότι μπορεί κάποια στιγμή να έβαλε τα πράγματα στη σειρά, αλλά το απωθημένο δεν της λείπει. Οπως δεν της λείπουν οι κρίσεις απομονωτισμού, σαν Βόρεια Κορέα ένα πράγμα, που την οδηγούν στην αγκάλη του καναπέ.
Μόνη της εννοείται, παρέα με τα μαξιλάρια. Κάτι που της συνέβαινε και ένα και δύο χρόνια τώρα τελευταία, όπου κανείς δεν της άρεσε και όλοι της βρόμαγαν και η δουλειά της την είχε απορροφήσει γιατί η Τζένη είχε ακολουθήσει το επάγγελμα του μπαμπά και δεν γινόταν να το εξορκίσει το φάντασμα της αποτυχίας.
Ωσπου απολύθηκε το Τζενάκι! Απολύθηκε τελείως, στεγνά κατάστεγνα, την έστειλαν στο λογιστήριο να πάρει επιταγή ημέρας, όπως αβγά φρέσκα. Η συνέχεια; Ούτε οι χήρες στις κηδείες δεν κλαίνε έτσι και, τέλος πάντων, υπάρχει ακόμη και για τις χήρες target group. Με τις απολυμένες δεν έχω ακούσει ούτε έναν που να ερεθίζεται. Ερεθίζονται, όμως, οι ίδιες οι απολυμένες! Αυτό μου διεμήνυσε η Τζένη ένα πρωί ύστερα από ένα ταραγμένο βράδυ.
Οπου είχε πάει να τα πιει μαζί με άλλα κορίτσια και όπου είχε κατεβάσει ένα καράβι ποτά. Και πάνω εκεί την πλησίασε ο Τάκης. Και την κοίταξε ο Τάκης. Και άπλωσε χέρι ο Τάκης και άνοιξε στόμα και είπε: «Πέντε χρόνια σε έχω στον νου μου, ήρθε η ώρα να σ’ το εξομολογηθώ». Τι επακολούθησε;
Μπορώ μόνο να σημειώσω ότι την άλλη μέρα το πρωί, η Τζένη έλαμπε σαν να της είχαν βάλει έναν γλόμπο πεντακοσίων κηρίων πίσω από τα μάτια της. Γλόμπο αναμμένο! «Πίστεψέ με, Μιράντα, καθόλου δεν το σχεδίασα», επέμεινε η φιλενάδα. «Είναι αλήθεια ότι πάντοτε μου άρεσε ο Τάκης, δεν πήγα όμως στο μπαρ για να του χιμήξω, πήγα για να γίνω πίτα και να ξεχάσω τη μαύρη μου τη μοίρα».
Και γιατί υπέκυψε δηλαδή; «Δεν ξέρω πώς να σ’ το εξηγήσω, αλλά τις τελευταίες ημέρες όσο κατέβαινε ο τραπεζικός μου λογαριασμός τόσο ανέβαινε η ερωτική μου διάθεση. Ανέβαινε, ανέβηκε στα ύψη, αισθάνομαι σαν ψωμάκι ζεστό που μόλις βγήκε από τον φούρνο!».
Το στρες έφταιγε; Η αγωνία της επιβίωσης μήπως; Η προοπτική της επαγγελματικής καταστροφής; Ο,τι και να ήταν, την είχε βοηθήσει την Τζένη να επιστρέψει στον κόσμο των ζωντανών. Και καθόλου δεν με νοιάζει, πια, που δεν έχει ούτε ένα ευρώ για δανεικά!
Πολύ ενδιαφέρον, διά στόματος του κωμικού Leslie Nielsen: «Το σεξ το θέλω όπως το μπάσκετ: Ατομικά μαρκαρίσματα, χωρίς τρίπλες!».
Μιράντα Καστανίδου