promotional banner

Ελληνικές ασφαλιστικές εταιρείες: Ποιες θα επιβιώσουν


Γράφει ο Ιωάννης Π. Βοτσαρίδης
Πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας INTERLIFE Ασφαλιστική

Το 2009 ήταν έτος συνεχών ανακατατάξεων και ανατροπών στο ασφαλιστικό τοπίο. Μεγάλοι “παίκτες” του κλάδου βγήκαν εκτός αγοράς, νέες κοινοτικές οδηγίες εφαρμόστηκαν, μεγάλοι όμιλοι αποχώρησαν από την Ελλάδα, ισχυρά χαρτοφυλάκια δοκιμάστηκαν από την οικονομική κρίση.

Οι ανακλήσεις αδειών τη χρονιά που πέρασε αλλά και το σύνολο των ανακλήσεων της τελευταίας τριετίας περιόρισαν τον αριθμό των ελληνικών ασφαλιστικών εταιρειών στις 58. Πάνω από 50 ανακλήσεις έχουν καταγραφεί σε ακτίνα 30ετίας -αριθμός πρωτοφανής για τα ευρωπαϊκά δεδομένα- εξαφανίζοντας από το χάρτη πολλές μικρές εταιρείες “χαμηλού ασφαλίστρου”.

Οι προβλέψεις για τα επόμενα χρόνια είναι ζοφερές και μιλούν για περαιτέρω δραματική μείωση του αριθμού των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο ζημιών, για συγκεκριμένους λόγους, κυριότερος εκ των οποίων είναι η εφαρμογή της Οδηγίας Solvency II, που απαιτεί ίσως και διπλασιασμό των εγγυητικών κεφαλαίων και την εφαρμογή νέων κανόνων περί κεφαλαιακής επάρκειας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η εφαρμογή της συγκεκριμένης οδηγίας έχει ήδη δρομολογήσει ανακατατάξεις μεταξύ τραπεζικού και ασφαλιστικού κλάδου, με τις πρώτες να αποδεσμεύονται με συνοπτικές διαδικασίες από τις δεύτερες.

Η επόμενη τριετία σηματοδοτεί το ουσιαστικό τέλος της πολιτικής του χαμηλού ασφαλίστρου για τον κλάδο του αυτοκινήτου και για έναν επιπλέον λόγο: αυτόν της αύξησης της αποζημίωσης που ισχύει ήδη από τον Ιούνιο του 2009 και ανά ατύχημα ήταν 500.000 -τώρα 500.000 ευρώ ανά θύμα ατυχήματος- ενώ για τις υλικές ζημίες από 100.000 ευρώ στις 500.000. Η αύξηση αυτή σταδιακά μετακυλίεται στα ασφάλιστρα.

Επιπλέον, το ποσό αυτό πολλαπλασιάζεται ανάλογα με τον αριθμό των θυμάτων σε μια χώρα με ήδη υψηλό ποσοστό θανατηφόρων τροχαίων ατυχημάτων. Η ύπαρξη μεγάλου αριθμού ανασφάλιστων οχημάτων στη χώρα μας επιτείνει το πρόβλημα και επιβαρύνει περαιτέρω τον πολύπαθο κλάδο του αυτοκινήτου, που αποτελεί και το “μαλακό υπογάστριο” των εταιρειών γενικών ασφαλειών.

Η κατάσταση, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί στην ασφαλιστική αγορά, έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία ατμόσφαιρας δυσπιστίας και ανασφάλειας στον καταναλωτή. Ωστόσο, η σκόπιμη συντήρηση αναξιοπιστίας και “άρρωστου” κλίματος ευνοεί μάλλον τις τραπεζικές και τις πολυεθνικές ασφαλιστικές, οι οποίες, μετά από κάθε αναταραχή στον κλάδο αναπαράγουν την αβεβαιότητα και σείουν το λάβαρο της “μεγάλης και σίγουρης” επιλογής.

Όμως, το τελευταίο κύμα ανακλήσεως αδειών δεν αφορούσε ούτε μικρές, ούτε καν μεσαίες, αλλά μεγάλες εταιρείες. Είναι αυτονόητο, λοιπόν, ότι δεν νοείται να μιλάμε για μικρές ή μεγάλες εταιρείες, αλλά για φερέγγυες ή αφερέγγυες εταιρείες. Το ύψος των εγγυητικών κεφαλαίων και ο βαθμός φερεγγυότητας είναι το μόνο αντικειμενικό, σαφές και διαφανές κριτήριο για την ποιοτική διαβάθμιση των εταιρειών.

Οι παραπάνω διαπιστώσεις επαναφέρουν τον προβληματισμό σχετικά με την συστηματική και κατά τακτά χρονικά διαστήματα ενημέρωση των πολιτών για την φερεγγυότητα των ασφαλιστικών Εταιρειών -ενδεχομένως με την παρέμβαση της ΕΠΕΙΑ και της έκδοσης λίστας φερέγγυων και μη φερέγγυων εταιρειών- ώστε, αφενός να μη δυσφημίζονται από “έρπουσες” φήμες οι υγιείς εταιρείες, αφετέρου να αναδεικνύονται και να επιβραβεύονται οι συνεπείς και φερέγγυοι όμιλοι με την εμπιστοσύνη των καταναλωτών.

[ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ]